Σελίδα:Ποιήματα (Βασίλης Μιχαηλίδης 1911).pdf/105

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
98

ἄχ! μὲ τὰ λόγια δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ τὴν πῇ τὸ στόμα
θαρῶ πῶς ὅλα χαίρουνται, κ’ ἡ πέτρες καὶ τὸ χῶμα·
καὶ τὰ νεκρά μου τὰ παιδιὰ θαρῶ πῶς θὰ πηδήσουν
νὰ βγοῦν ἀπὸ τὰ μνήματα νὰ σὲ ποδοφιλήσουν.



Σ’ ὅλα τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ποῦ ὅλ’ ἡ γῆ μου ἐσείσθη
ποῦ ἀπὸ τουφέκι καὶ σπαθὶ μὲ αἷμα ἐποτίσθη
πάνω μου χέρι έχθρικὸ δὲν ἄφηκα ν’ ἁπλώσῃ,
κι’ αὐτά σου τ’ ἀνεκτίμητα ποῦ μοῦχες τότε δώσει
τὰ ἔχω, τὰ ἐφύλαξα καὶ τὰ φυλάγω ἀκόμα,
τὰ λόγια σου· ἀπαράλλακτα τὰ ἔχω εἰς τὸ στόμα
καὶ τὸν χρυσόν σου τὸν σταυρὸν τὸν θεοκαμωμένον
τὸν ἔχω μέσ’ ’ς τοῦ στήθους τὰ βάθη φυλαγμένον
ἀκέραιον, ἀνέγκικτον κι’ αὐτὸν σὰν τὴν καρδιάν μου:
μὲ πόλεμον τὰ φύλαξα εἰς ὅλην τὴν σκλαβιάν μου
κι’ αἱματωμένη πάντοτε ἀπ’ ταῖς λαβωματιαῖς μου,
κι’ ἔλα, νὰ δῇς μιὰν μάχην μου, μιὰν ἀπ’ ταῖς πολλαῖς μου:
βλέπεις αὐτὴν τὴν ρεματιὰν δίπλα σ’ αὐτὴν τὴν ράχη;
ὀκτὼ μέρες κι’ ὀκτὼ νύκτες ἐβάσταξε μιὰ μάχη
μάχη μὲ πεῖσμα φοβερὸ ποῦ δὲν ἐγείν’ ἀκόμα,
ποῦ ἀπὸ τὸ αἷμα τὸ πολλὺ ἄλλαξ’ ὁ τόπος χρῶμα
κ’ ἦσαν χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ, δεκάδες τὰ παιδιά μου,
καὶ μ’ ὅλον τοῦτο ἔνιωθα τὴν νίκη σ’ τὴν καρδιά μου
χέρια μὲ χέρια ἤλθανε, δόντια μὲ δόντι’ ἀκόμα
καὶ τόσοι ἔπεσαν νεκροὶ ποῦ δὲν ἔβλεπες χῶμα·
τοὺς πῆρε τέλος τοὺς ἐχθροὺς τρόμος κ’ ἐσκορπισθήκαν
ἐφτέρωσε τὰ πόδια τους ὁ φόβος κ’ ἐχαθήκαν·
χιλιάδες ἄφισαν νεκροὺς καὶ εἶν’ ἐκεῖ θαμμένοι
καὶ τώρ’ ἀποῦ τὸν φόβον τους ἀκόμα πεθαμμένοι
θαροῦν πῶς γείνεται σεισμὸς ἀπ’ τὴν παρπατησιά σου,
θαροῦν πῶς εἶναι μιὰ βροντὴ τὸ κάθε πάτημά σου