Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Πανδώρα, τεύχος 265.djvu/22

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
22
ΠΑΝΔΩΡΑ.


λεγόμενα ἐν τῇ περὶ ἧς ὁ λόγος σελίδι, δὲν ἐνόησεν ἢ τοὐλάχιστον πολὺ ἐπιπολαίως ἀνέγνω ὁ Κ. Μ., ἀλλὰ καὶ μαντεύει ὅτι «ὁ Κύριος Παππαῤῥηγόπουλος ἐν τῇ προκειμένῃ σελίδι ἤθελεν ἴσως νὰ εἴπῃ τι περὶ τοῦ πρότερον μὲν σφοδρῶς ἀμφισβητουμένου, νῦν δὲ σαφῶς λελυμένου ζητήματος, πότερον τὸ ἔπος ἢ τὸ μέλος πρότερον ἀνεπτύχθη παρὰ τοῖς Ἕλλησι καὶ ν’ ἀποφανθῇ ὑπὲρ της ὑγιεστέρας γνώμης, ὅτι τὸ ἔντεχνον ἔπος εἶναι κτλ. κτλ. κτλ. » Ὄχι, Κύριε Μαυροφρύδη, δὲν ἤθελε νὰ εἴπῃ τίποτε τοιοῦτον ὁ Κ. Π. ὄχι δι’ ὄνομα τοῦ θεοῦ, ὄχι μὰ τοὺς Μαραθῶνι προκινδυνεύσαντας τῶν προγόνων, καὶ τοὺς ἐν Πλαταιαῖς παραταξαμένους, καὶ τοὺς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχήσαντας, καὶ τοὺς—τοὺς γνωρίζεις ὅλους μὲ τὸ νῦ καὶ μὲ τὸ σίγμα. Ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ ἀνθρώπου φιλολόγου, Κύριε!

(Ἀκολουθεῖ.) Β.



ΜΑΡΘΑ Η ΑΕΙΚΙΝΗΤΟΣ.
—oοο—
Α΄.

Δὶς τοῦ ἔτους, τὸ ἔαρ καὶ τὸ φθινόπωρον, ἡ Κ. Νελὶς, καταλείπουσα καθ’ ἕξιν μᾶλλον τοὺς Παρισίους, ἤρχετο εἰς Ῥαμβουλιὲ, εἰς τῆς Κ. Ὀρβινιύ. Καὶ εὐθὺς τότε ἀπὸ τὴν ἀπέραντον καὶ ζοφερὰν ἐκείνην οἰκίαν ἐξωρίζετο ἡ σιωπὴ, ὥστε ἄλλο δὲν ἤκουες παρὰ ᾄσματα, καγχασμοὺς καὶ ἀτελεύτητον πολυλογίαν. Εἰς τὸ πρῶτον πάτωμα ἀντήχει ἐπωδὴ, εἰς τὸ δεύτερον στρόβιλος, καὶ εἰς τὸ τρίτον δύο ἢ τρεῖς νέαι καὶ φιλομειδεῖς κεφαλαὶ ἐφαίνοντο εἰς τὰ παράθυρα. Πλῆθος ὡραίων κυναρίων ἐχόντων τὰς τρίχας ἀτάκτους καὶ ὠρθωμένας ὡς ἀκάνθας ἐγαύγιζον παρὰ τὰς κλίμακας, καὶ οἱ πετεινοὶ τῆς αὐλῆς, ἐκστατικοὶ καὶ χαίροντες, ἀνεμίγνυον τὰς ὀξείας φωνὰς των μὲ τὴν συμφωνίαν ἐκείνην.

Πόθεν δὲ ὁ τόσος θόρυβος; αἴτιος αὐτῶν ἦτο ἡ νεᾶνις Μάρθα Νελὶς, ἤτις ἤθελε νὰ ἄρχεται ὁ θόρυβος τὰ χαράγματα καὶ νὰ τελειώνῃ μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Ποτὲ δὲν ἐγεννήθη ὃν φιλοταραχότερον αὐτῆς· ἡ ἀδελφή της Μαρία ἔλεγεν ὅτι μόνον βλέπουσα τὴν Μάρθαν νὰ τρέχῃ ἀδιακόπως ᾐσθάνετο τοὺς πόδας της κεκμηκότας. Βέβαιον δὲ εἶναι ὅτι ἐνῷ τὴν ἔβλεπες εἰς τὸν κῆπον τὴν ἔβλεπες καὶ εἰς τὸν ἐξώστην· ἐνῷ τὴν ἤκουες παίζουσαν κύμβαλον εἰς τὴν αἴθουσαν, τὴν εὕρισκες καὶ μεταξὺ δένδρων κρατοῦσαν βιβλίον· ἡ καλὴ αὐτὴ κόρη ἐδόξαζεν ὅτι ἡ ἀεικινησία εἶναι ὅρος ἀπαραίτητος τῆς εὐδαιμονίας. Εἰδέποτε ἔμενεν ἀκίνητος καὶ σιωπηλὴ, ἔμενε διὰ νὰ θαυμάσῃ τὴν σιωπὴν καὶ τὴν ἀκινησίαν τῆς ἀδελφῆς της. —Θεέ μου! ἔλεγεν ὠθοῦσα τοὺς ὤμους τῆς Μαρίας, τί κάμνεις καὶ δὲν κινεῖσαι, Ἂν μὲ κατεδίκαζαν νὰ σὲ μιμηθῶ θ’ ἀπέθνησκα. —Ἀλλά κατὰ τοῦτο ἡ Μάρθα ἦτο ἀληθινὴ κόρη τῆς μητρός της. ἔλεγον ἄλλοτε διὰ τὴν Κ. Νελὶς ὅτι ἦτο ἀκατάσχετος. Τοῦτο ἐλέγετο καὶ διὰ τὴν Μάρθαν, τὴν ὁποίαν διὰ τὸ φιλοτάραχον καὶ ζωηρὸν αὐτῆς ἐπωνόμασαν Ἀεικίνητον.

Ἀδύνατον ἦτο νὰ εὑρεθῶσι δύο ἀδελφαὶ, ὡς ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία, τοσαύτην ἔχουσαι ἀνομοιότητα· ἡ μὲν Μάρθα δὲν ἐνόει πῶς ἠμπορεῖ τις νὰ ζήσῃ χωρὶς νὰ ὑπάγῃ τρὶς μὲν τῆς ἑβδομάδος εἰς χοροὺς, τὰς δὲ λοιπὰς ἡμέρας εἰς τὰ θέατρα, τὰς μουσικὰς συμφωνίας καὶ τοὺς περιπάτους· ἠγάπα τὴν μουσικὴν, ἐτρελλαίνετο διὰ τὸν χορὸν καὶ ἵππευεν ὡς ἄλλη ἀμαζών. Σκοπὸν τῆς ζωῆς ἐθεώρει τὰς διασκεδάσεις, καὶ διέβαινε διὰ τοῦ κόσμου πτερυγίζουσα ὡς πτηνὸν κελαδοῦν ὑπὸ κυανοῦν οὐρανόν· ἡ Κ. Ὀρβινιύ, ἤτις τὴν ἐλάτρευεν, ἔσφιγγεν ἐνίοτε τὰς δύο της χεῖρας διὰ νὰ τον ἀναγκάσῃ νὰ μείνῃ ἀκίνητος. —Ἑὰν δὲν ὑπῆρξες ποτέ σου σκίουρος, ἔλεγε πρὸς αὐτὴν, βεβαίως θὰ ἔχῃς αἷμα χελιδόνος εἰς τὰς φλέβας σου. —Ἀλλ’ ἡ Μάρθα τὴν ἠσπάζετο καὶ ἀπήρχετο. Ἡ δὲ Μαρία ὑπερηγάπα ἐξ ἐναντίας τὴν ἡσυχίαν, τὴν ἀνάγνωσιν καὶ τὴν μοναξίαν. Καὶ συνήθως μὴν ἤνοιγε τὸ στόμα διὰ νὰ προφέρῃ μόνας τὰς ἀναγκαίας λέξεις· ἐὰν ὅμως, μεταξὺ οὗσα οἰκείων, λόγος ἐγίνετο περὶ βιβλίου, περὶ ἰδέας, ἢ περὶ αἰσθήματος ἀνταποκρινομένου εἰς λογισμούς της, εὐθὺς ἐζωογονεῖτο· ὁ λόγος της ἀνεπτεροῦτο, καὶ ἀπεκαλύπτετο ἡ ἀξιόλογος καρδία καὶ ὁ νοῦς της- εἰδὲ παρετήρει ὅτι δὲν τὴν ἤκουαν, ἠρυθρία καὶ ἔφευγεν. Ἐνίοτε ἐγίνετο ὁμιλητικωτέρα μετὰ τῆς ἀδελφῆς της, ἀλλὰ καὶ τότε ἔπρεπε νὰ παρακινηθῇ ἀπὸ ἔκτακτόν τινα ἀνάγκην- ἤρκει νὰ ἴδῃ τις τὰ τετράδια τῆς μουσικῆς ἑκάστης αὐτῶν διὰ νὰ ἐννοήσῃ τὴν διαφορὰν τῶν χαρακτήρων των. Ἡ μὲν Μάρθα εἶχε μουσικὴν ζωηρὰν καὶ φαιδρὰν, ἡ δὲ Μαρία ἐμβριθῆ καὶ βαθεῖαν, πρὸς τούτοις δὲ καὶ φωνὴν ὡραιοτάτην καὶ συμπαθητικήν. Καὶ μεταξὺ μὲν ἄλλων οὗσα ἐτραγώδει μὲ συστολὴν, ὅτε ὅμως ἦτο μόνη ἐνθουσία, καὶ πολλάκις τήν εἶδαν κλαίουσαν.

Ἀλλὰ καὶ τοσαύτην ἀνομοιότητα κλίσεων ἔχουσαι αἱ δύο ἀδελφαὶ, ἀντηγαπῶντο ὅμως εἰς ἄκρον, συνενοοῦντο θαυμασίως, καὶ ἡ ἀπουσία δὲν ἴσχυέ ποτε νὰ ἐλαττώσῃ τὴν ἀγάπην των. Ἡ Μαρία φεύγουσα τὸν θόρυβον, διέτριβε παρὰ τῇ θεία καὶ ἀναδόχῳ της κυρία Ὀρβινιὺ τόσον καιρὸν κατ’ ἔτος, ὅσον καὶ ἡ Μάρθα, ἤτις ἔμενε πάντοτε μετὰ τῆς μητρός της, διέτριβεν εἰς Ῥαμβουλιέ. Χαίρουσαι λοιπὸν ἔβλεπον ἀλλήλας τὸ ἔαρ καὶ τὸ φθινόπωρον.

Ἴσως φανῆ παράδοξον ὅτι ἡ Κ. Νελὶς ἔζη μακρὰν τῆς πρωτοτόκου θυγατρός της- ἀλλ' ἐδόξαζεν ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐναντιόνεταί τις εἰς τὰς ἐπιθυμίας τῶν ἄλλων· τοῦτο δὲ συνέφερεν εἰς τὴν ἀγαθότητα, ἢ μᾶλλον τὴν ἀπάθειάν της. Ἡ Μαρία νεωτέρα ἔτι οὗσα εἶπεν ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ ζήσῃ εἰς τὴν ἐξοχὴν καὶ τὴν μοναξίαν· ἡ δὲ μήτηρ της μετά τινας θωπευτικὰς παρατηρήσεις τὴν ἔφερε μόνη εἰς Ῥαμβουλιέ οἱ οἰκειότεροι φίλοι τῆς Κ. Νελὶς ἐθεώρησαν τὸ μικρὸν τοῦτο ταξείδιον ὡς μεγίστην ἀπόδειξιν στοργῆς μητρικῆς, διότι ἐπεχείρησεν αὐτὸ τὴν προτεραίαν λαμπρὰς συναναστροφῆς κατὰ τὴν καρδίαν τοῦ χειμῶνος.