Σελίδα:Πανδώρα, τεύχος 2.djvu/2

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

νήθως πρὸ τῶν λοιπῶν ὅλων ὅσα συνέβαινον ἐντὸς τῆς πόλεως καὶ τῆς νήσου. Παραγκωνίζων τοὺς ἐπὶ τῶν κλιμάκων συσσωρευομένους, τοὺς ἀναβαίνοντας καὶ τoὺς καταβαίνοντας, εἰσῆλθε μετὰ σπουδῆς εἰς τὸν θάλαμον ὅπου ἔκειτο ὁ νεκρός. Φαίνεται δὲ ὅτι τὸ οἰκτρὸν θέαμα τῆς σεβασμίας ἐκείνης μορφῆς, πελιδνῆς ἤδη, διεστραμμένης ὑπὸ τῆς ἀγωνίας, καὶ ὅλης καθημαγμένης, ἐκίνησε βίαια καὶ εἰς τοῦ Τάπα τὴν καρδίαν αἰσθήματα, ὡς καὶ εἰς ὅλων τῶν περιεστώτων, καὶ εἰς αὐτὴν μάλιστα βιαιότερα· διότι ἂν ὅλων τὰ βλέμματα δὲν ἦσαν προσηλωμένα εἰς μόνην τὴν νεκρικὴν κλίνην, ἦτον εὔκολον νὰ ἰδῇ ἕκαστος τὸ πρόσωπον τοῦ συμβολαιογράφου γενόμενον διὰ μιᾶς ὠχρὸν ὡς αὐτὸ τοῦ νεκροῦ. Ἀλλὰ ταχέως ἐνίκησε τῆς λύπης του τὴν ὁρμὴν, καὶ ἀναλαβὼν τὴν ὄψιν καὶ τὴν σοβαρότητα τῶν χαρακτήρων του, ἔσυρε μ’ εὐσεβῆ χεῖρα τὴν σινδόνην τῆς κλίνης, καὶ ἐκάλυψε τὸν νεκρὸν ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν· ἔπειτα δὲ ἐκάλεσε κατὰ μέρος τὸν ὀλοφυρόμενον Νικολόν.

— Κάρο, τῷ εἶπε, βέκιος ἦτον ὁπόβερος· ἕνα κόλπο ἀποπληξίας μᾶς τὸν ἐπῆρε. Αἴ! τὶ ὠφελοῦν τὰ δάκρυα; μὴ γὰρ θὰ τὸν ἐξυπνήσουν; Σήμερα ἐτοῦτος, αὔριο ἐγὼ, μεθαύριο ἡ ἀφεντιά σου. Τέτοιος εἶν’ ὁ ἄνθρωπος. Σὰν σαπίσῃ, πέτα τον. Μὸν τώρα, κάρο, τί τοὺς θέλεις ἐτούτους ἐδὼ καὶ μὲ τοὺς ἐμάζωξες; Πρέπει νὰ ἔχουμε καὶ κομμάτι ῥισπέττο γιὰ τὸν πεθαμμένο, κοσπέττο! Τὴν ἀνάπαυσι ἐπῆγε νὰ εὕρῃ ὁπόβερος εἰς τὸν ἄλλον κόσμο. Δὲν πρέπει γιαμὰ νὰ τὸν κάμωμ’ ἐδὼ τοῦ κόσμου τὸ σπεττάκολο. Κλεῖσε τὴν θύρα, τζόϊα μου, καὶ βγάλε τους ἔξω ὡς νὰ ἔλθουν οἱ παπάδες, τὸ καλὸ ποῦ σοῦ θέλω, νὰ τὸν σηκώσουμε χωρὶς βοὴ καὶ χωρὶς ταραχὴ, καθὼς ἔζησεν ὅλην του τὴν ζωήν.

Ὁ πιστὸς ὐπηρέτης προθύμως πειθόμενος εἰς τοὺς λόγους τοῦ συμβολαιογράφου, συμφώνους μὲ τὴν διάθεσιν τῆς ἰδίας του θλίψεως, ἥτις σιγὴν ἐπεζήτει καὶ ἡσυχίαν ἐπίσης, παρεκάλεσε τοὺς παρευρισκομένους νὰ μακρυνθῶσι, καὶ ἤρχισεν ὁ κοιτὼν νὰ κενοῦται ὅταν εἰσώρμησεν ὡς ἔξω φρενῶν ὁ Βοράτης, καὶ ὀλοφυρόμενος ἐῤῥίφη ἐπὶ τῆς κλίνης, ἐνηγκαλίσθη τὸν ἐγκεκαλυμμένον νεκρὸν, καὶ κατεφίλει τὸ ἄμορφον σῶμα. Ὁ Τάπας τότε πλησιάσας εἰς τὸ οὖς τοῦ ὑπηρέτου, τῷ εἶπε λέξεις τινὰς, καὶ ὁ Νικολὸς προσελθὼν πρὸς τὸν Βοράτην, τὸν ἔλαβεν ἐκ τοῦ βραχίονος, καὶ ἐπροσπάθει διὰ πειθοῦς καὶ δι’ ἐλαφρᾶς βίας νὰ τὸν ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ ἀντικείμενον τῆς ἀπελπισίας του. Ἀλλ’ ὁ Βοράτης ἐπέμεινεν ὡς ἄνθρωπος οὗ ἐπείθετο ὁ νοῦς, ἀλλ’ οὐχὶ ἡ καρδία. — Αφες τοὐλάχιστον νὰ ἰδῶ ἅπαξ ἀκόμη τοὺς σεβαστοὺς χαρακτῆράς του,. ἀνέκραξεν. Ἡ τελευταία λέξις του ἦτον βεβαίως εὐχὴ πρὸς ἐμὲ. Ἄφες νὰ τὴν λάβω ἐπὶ τῶν νεκρῶν του χειλέων.

Καὶ ὅλος τρέμων ἀνέσυρε τὴν σινδόνην ἥτις ἔκρυπτε τοῦ κόμητος τὴν μορφὴν. Ἀλλὰ μόλις ἐγείρας αὐτὴν, ἔμεινεν ὡς ἐμβρόντητος.

— Τὸν ἰατρὸν, ἔκραξε· τρέξατε εἰς τὸν ἰατρὸν.,

— Τὸν ἰατρὸν ; εἶπεν ὁ Τάπας. Τὶ τὸν θέλεις τὸν ἰατρὸν ; Μήτε ζωὴ ἔχει μήτε πνοὴ· ἀπόθανε, πόβερο ἀμίκο· κἀνένας δοτόρος δὲν τὸν ἀναστήνει πλέον.

— Τὸν ἰατρὸν, ἔκραξε πάλιν ὁ Βοράτης τρέχων πρὸς τὴν θύραν. Ἀμέσως, φέρετέ τον ἀμέσως!

— Ἀφῆτε, εἶπεν ὁ Τάπας μὲ τόνον φωνῆς έκφράζοντα οἶκτον. Δὲν βλέπετε; ἡ λύπη τὸν ἐσκότισε· Κόπιασε, κάρο Βσράτη, κόπιασε ἐξω, νὰ κλειδώσωμε τούτην τὴν κάμερα. Δείξου φρόνιμος ἄνθρωπος· ἐδὼ μόνον τὸν νοῦν σου θενὰ χάσῃς καὶ τὴν ὑγεία σου. Κόπιασε, κάρο.

Ἀλλ’ εἰς αὐτὴν τἡν στιγμὴν δύω τῶν παρευρισκομένων, οἵτινες εἰς τὴν πρώτην κραυγἡν τοῦ Βοράτου εἶχον ἤδη ἐξέλθει διὰ νὰ ἐκπληρώσωσι τὴν ἐντολήν του, εὑρόντες ἕνα τῶν ἰατρῶν διερχόμενον ἐμπρὸς τῆς οἰκίας, τὸν εἰσήγαγον εἰς τὸν κοιτῶνα τοῦ πένθους.

Ὁ δὲ Τάπας, ἅμα τὸν εἶδε, κατεβίβασε τὰ δίοπτρα ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν του, ὅπερ ἔπραττεν ἤ ἐκ προθέσεως ὅταν εἶχε νὰ κρύψῃ τινὰ ἰδέαν, ἢ αὐτομάτως ὅταν δυσηρεστεῖτο. Ἀλλὰ τις εἶχε τὸν νοῦν εἰς τὸν Τάπαν;

— Ἐξοχώτατε, εἶπεν ὁ Βοράτης, ἔμαθες ὅτι ἀπέθανεν ὁ ἀγαθὸς γέρων μας. Πλησίασε, ἐξοχώτατε, εἰπέ, τὶ σὲ φαίνεται; ὰπό τί ἀπέθανε.

— Κόλπο, κοσπέττο! ἀνέκραξεν ὁ Τάπας· ποῖος ήμπορεῖ ν’ ἀμφιβάλλῃ; φοβερὸ κόλπο ἀποπληξίας! — Ἐχω τὴν ἀμφιβολίαν μου, ἀπεκρίθη ὁ Βοράτης. Ἀφῆτε τὸν ἰατρὸν νὰ εἰπῇ.

Ὁ ἰατρὸς ἐπλησίασε τότε τὸν νεκρὸν. Ἐφάνη δὲ ἡ πρώτη του ὄψις ὅτι κατέπληξε καὶ αὐτὸν, ὡς εἶχε καταπλήξει καὶ τὸν Βοράτην, καὶ αὐτὸν τὸν Τάπαν. Μετὰ ταῦτα τὸν παρατήρησε προσεκτικώτερον, ἤγγισε μὲ τὴν χεῖρα τὸν τράχηλόν του, ἐψηλάφισε τοὺς ἀδένας, καὶ σείσας τὴν κεφαλήν,

— Σιὸρ Νικολὸ, εἶπεν, εἰδοποιείσατε τὴν ἀστυνομίαν νἀ ἔλθῃ.

— Πὲρ μπάκο τὶ κουβέντες! ἀνέκραξεν ὁ Τάπας. Τὴν ἀστυνομίαν! Δὲν τὸν ἀφήνετε νὰ τὸν θάψουν μὲ τὴν ἡσυχίαν του τὸν χριστιανὸ; μὴ θὰ τὸν πᾶτε καὶ στὴν κρίσι σὰν τοὺς Φαραῶ τῆς Αἰγύπτου;

Ὁ ὑπηρέτης ἐδίστασεν. Ἀλλ’ ὁ ἰατρὸς ἐπέμεινεν ἐντόνως.

— Σὲ καθιστῶ ὑπεύθυνον, σιὸρ Νικολὸ, εἶπεν· Εἰδοποίησε ἀμέσως τὴν ἀστυνομίαν.

Μετὰ δύω λεπτὰ, ἐφ’ ὧν ὁ ἰατρὸς ἠξηκολούθησε σιωπηλῶς τὰς ἐρεύνας του, εἰσῆλθεν ὁ ἀστυνόμος μετὰ τοῦ ὰνακριτοῦ.

— Κύριοι, τοῖς εἶπεν ὁ ἰατρὸς, ὁ κόμης Ναννέτος ἀπέθανε, κατὰ τὴν γνώμην μου, ἀπὸ θάνατον οὐχὶ φυσικὸν ἀλλὰ βίαιον. Ἐκτελέσατε τὰ τῶν καθηκόντων σας.

— Καὶ εἰς τί στηρίζετε τὴν γνώμην σας, ἐξοχώτατε; ἐρώτησεν ὁ ἀστυνόμος τὸν ἰατρὸν.

— Ἡ συμπίεσις τοῦ φάρυγγος ἀπεκρίθη, δεικνύων διὰ τῆς χειρὸς τὰ ὰπαριθμοὑμενα, αἱ μελαναὶ τοῦ τραχήλου κηλίδες, ἡ ἐξοίδησις τῶν ἀδένων καὶ ἀμυγάδλων, ἡ ἐξόγγωσις τῶν ὀφθαλμῶν, ἡ συστολὴ τῶν μυόνων τοῦ προσώπου, ἡ σπασμωδικὴ συστροφὴ τῶν ἄκρων, καὶ ἡ αἱμοῤῥαγία αὕτη, ἀποτέλεσμα ῥήξεως τῆς σφαγίτιδος φλεβὸς, ἀποδεικνύουσιν ἀναμφισβητήτως ἀποπνιγμὸν βίαιον.