Ποιὸς κοινωνιολόγος θὰ μποροῦσε νὰ ὑποπτευθῇ πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, ὅτι ἡ κούκλα τοῦ ἑλληνικοῦ σπιτιοῦ ἔξαφνα θὰ ἐμφανισθῇ ἄτομον οἰκονομικῶς αὐθύπαρκτον, καὶ ὅτι ἡ ἐργασία τῆς γυναίκας θὰ ἔλυε ταχύτατα ζητήματα γιὰ τὰ ὁποῖα μποροῦσαν νὰ χυθοῦν ποταμοὶ μελάνης. Μιὰ ἀπόδειξις ἀκόμη ὅτι αἱ μεταβολαὶ ποὺ γίνονται αὐτομάτως καὶ ἀσυνειδήτως σὲ μιὰ κοινωνίαν, χωρὶς νὰ τὴς ἀντιληφθῇ κανείς, εἶνε αἱ πλέον σημαντικαί, καὶ ὅτι κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ κοινωνικὴ ζωὴ δὲν εἶνε συνειδητή. Κανένας δὲν εἶχε ἀντιληφθῇ τί ἔγεινε. Τὴν μεταβολὴν τὴν εἴδαμεν ἔξαφνα. Ὄχι βέβαια στὰς ὥρας τῆς σοβαρότητος ἢ τοῦ πένθους, ἀλλὰ στὸ καρναβάλι καταλαμβάνει κανεὶς τί εἶχε συντελεσθῇ κάτω ἀπὸ τὴν ἤρεμον ἐπιφάνειαν τῆς κοινωνίας.
Εἰς τὴν δήμευσιν ὅμως τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ στολισμοῦ ποὺ παρουσιάζει ἕνας δημόσιος χορὸς τοῦ 1927, δεν συνέτειναν μόνον τὰ οἰκονομικὰ αἴτια, ἀλλὰ καὶ δυὸ λεπτομέρειες τῆς μόδας ποὺ εἶχαν μεγάλην ἐκλαϊκευτικὴν ἐπήρειαν.
Τὸ ἕνα εἶνε ἡ κατάργησις τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ἄλλοτε ἕνα πρόσωπον ἦτο καλὸ ἢ ἄσχημο. Τώρα εἶνε μιὰ ἐπιφάνεια ποὺ ζωγραφίζεται. Ἡ ὑπογραφὴ τοῦ Δημιουργοῦ ἐξαφανίζεται ἀπὸ κεῖ, κάτω ἀπὸ τὸ χρῶμα, καὶ τὸ χρῶμα δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ μπῇ εἰς ποιόν, ἀλλὰ μόνον εἰς ποσόν, «κόλλα σπάτουλα». Οὕτως ὥστε διάφοροι προλήψεις ποὺ ἐπικρατοῦσαν πρὸ δέκα ἐτῶν, ὅπως τὸ ρόδινον χρῶμα, τὸ ἐρύθημα τῆς ἐντροπῆς, ὁ ὕπωχρος τόνος, ἡ λευκότης, οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ οὕτω καθεξῆς, φαίνονται ὡς ἀνάμνησις παμπαλαίου διηγήματος δημοσιευμένου εἰς τὴν «Πανδώραν».
Κι' αὐτὸ ἀκόμη μιὰ τεραστία οἰκονομία. Ὁ ρόλος τῆς φούστας ἔχει περιορισθῇ εἰς τὸ ἐλάχιστον, ἐνῷ ἔφθασεν εἰς τὸ μέγιστον ὁ ρόλος τοῦ στολισμοῦ, νίκη τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τῆς φύσεως, τὴν ὁποίαν ἐπεδίωξαν ὅλοι οἱ Ἀνατολικοὶ πολιτισμοὶ καὶ ὠνειρεύθησαν οἱ ντεκαντάν. Τὸ ἔργος τῆς βαφῆς τὸ συνεπλήρωσαν τὰ κοντὰ μαλλιά, διότι κι' αὐτὰ ἐμεγάλωσαν τὸν γενικὸν τύπον καὶ περιώρισαν εἰς τὸ ἐλάχιστον καὶ δὲν κατήργησαν τὴν ἀτομικότητα τῆς γυναικός. Οἱ κουρεμένες γυναῖκες εἶνε ἕνα καὶ τὸ ἴδιο ἔντυπον εἰς μυριάδας ἀντιτύπων. Θὰ ἦτο παράδοξον ἂν ἔμενε κανένας ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισον τόσο δημοκρατικῆς μόδας. Καὶ τώρα νὰ προσθέσωμεν τὸν τρίτον παράγοντα; Ἀλλὰ αὐτὸς ἐννοεῖται. Εἶνε ὁ χορός. Τέταρτος δὲν χρειάζεται. Ὁ χορὸς πλέον ἔπαυσε νὰ εἶνε κοπιαστικός, νὰ ἔχῃ μορφὴν αὐστηρὰν καὶ δυσκολὶαν, καθὼς ἄλλοτε. Ἔγεινεν ἕνα μὲ τὰς φυσικὰς κινήσεις τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸ βάδισμα, μὲ τὴν γυμναστικήν, μὲ τὴν ἐπίθεσιν καὶ μὲ τὴν ἄμυναν. Ἂν προσθέσωμεν καὶ τὴν ὑπηρεσίαν ποὺ προσφέρεται εἰς τὰ ἔνστικτα τῶν χορευτῶν ἀπὸ τὴν μουσικήν, φθάνομεν εἰς τὸν ἐπίλογον. Ἡ σημερινὴ χορευτικὴ μουσικὴ δὲν ἐμάζευσε μόνον τοὺς ρυθμοὺς ἀπὸ τὰς σωζομένας φυλὰς τῶν ἀγρίων, ἀλλὰ καὶ ἐπλουτίσθη μὲ κρότους, οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε μόνον ἀπὸ σεισμὸν ἢ ἄλλο δυσάρεστον γεγονὸς μποροῦσαν νὰ προκληθοῦν κατὰ τὴν ἱεροτελεστίαν τοὺ χοροῦ. Οἱ κρότοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι γίνονται ἀπὸ ξύλα, σκεύη, ἢ και ἀπὸ ταμπουρλονιάκαρα, εἶνε ἡ κυρίως μουσικὴ τῶν σημερινῶν χορῶν. Ἂν ὐποθέσωμεν ὅτι γίνεται μεταξὺ τῶν μουσικῶν ἢ τῶν ὑπαλλήλων τοῦ μπουφὲ συμπλοκὴ καὶ σφενδονίζουν τὰ πιάτα καὶ τὰ ὄργανα ὁ ἕνας κατὰ τοῦ ἄλλου, οἱ χορευταὶ δὲν θ' ἀντιληφθοῦν τίποτε· θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ χορεύουν. Ἀλλὰ ἐὰν αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν τέχνην, ἔχουν ὅμως μὲ τὴν ζωὴν καὶ θὰ εἶνε ἄδικος ὁ περιηγητὴς ποὺ μπαίνει σ' ἔνα δημόσιον χορὸν τοῦ 1927 νὰ μὴ ὁμολογήσῃ ὅτι ὑπάρχει ἐκεῖ κάτι ὡραῖον, τὸ ὁποῖον ἂν δὲν εἶνε ἡ μορφὴ καὶ ἡ τἐχνη, εἶνε ἡ διάδοσις τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ στολισμοῦ σὲ μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων.
ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ