Σελίδα:Ο μεγάλος ίσκιος.djvu/1

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΙΣΚΙΟΣ

Τόσους μῆνες τώρα ποὺ ἦταν ἄρρωστη ἡ Γιασεμή, ποτὲ δὲ συλλογίστηκε τὸ θάνατο. Δηλαδή, ποτὲ δὲ συλλογίστηκε πὼς θὰ πεθάνῃ. Ἡ ζωὴ μέσα της δὲν εἶχε λυώση, ἀφοῦ δὲν εἶχε κάμη παρὰ λίγα βήματα πάνω στὸν κύκλο ποὺ ὁρίζ’ ἡ μοῖρα τῶν ἀνθρώπων.

Ὅταν μάθαινε πὼς πέθανε ὁ τάδες, νὰ ποῦμε, λυπόταν τὸν ἄνθρωπο, νέο ἢ γέρο, ὕστερα τοὺς δικούς του —ἂν ἄφηνε πίσω του δικούς—, καὶ ἡσύχαζε· ὁ θάνατος ἤτανε γι’ αὐτὴν ἕνα πρᾶμα πολὺ μακρινό, καὶ οἱ πεθαμένοι ἦταν οἱ ἄλλοι, οἱ ξένοι, ποὺ εἶχαν τὸ δικό τους λογαριασμό. Ἡ νιότη της ποτὲ δὲν ἐκάθησε νὰ σκεφτῇ τὰ ὅσα ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ καλοσυλλογᾶται ἀπὸ τὰ τριάντα κι ἀπάνω. Ἡ φθορὰ καὶ ἡ ἀφθαρσία, τὸ χῶμα καὶ ἡ ἀποσύνθεση, τὸ «σκωλήκων βρῶμα» τῶν παπάδων καὶ τὰ σκελετωμένα κρανία, —μὰ ὅλ’ αὐτὰ εἶναι γιὰ κείνους ποὺ ἀρχίζουν νὰ μὴν προφταίνουν νὰ μετροῦν τὶς ἄσπρες τους τρίχες καὶ ποὺ πολεμοῦν νὰ σκεπάσουν μὲ χίλια βάσανα τὸ ἀραίωμα τῆς χωρίστρας τους. Καὶ ἡ Γιασεμὴ ἔχει μαῦρα μαλλιά, γυαλιστερά, θεριεμένα, μὰ καθὼς οἱ δυό της κοτσίδες πέφτουν βαρειὲς ἀπάνω στὸ κάτασπρο μαξιλάρι, μοιάζουν σὰ δυὸ ἁλυσίδες ποὺ τὴ δένουν σφιχτὰ πάνω στὸ κρεββάτι τῆς ἀρρώστειας.

Κ’ ἔτσι, ἀνάσκελα, μὲ τὰ διάφανα χεράκια ἀφημένα στὴ χνουδωτὴ κουβέρτα, κοιτάζει τὸ ταβάνι, τὰ κουφώματα, τὰ ἔπιπλα, τοὺς τέσσερης τοίχους... τέσσερης!.. μὰ ὄχι, δὲν εἶναι ἀκριβῶς τόσοι· τὸ δωμάτιο εἶναι στραβό· πίσω ἀπὸ τὸ κεφάλι της ὁ τοῖχος εἶναι πλατύς· οἱ δυὸ πλευρικοὶ τοῖχοι λοξοὶ καὶ ὅσο προχωροῦν, στενεύουν, στενεύουν, δὲν ἀφήνουν χῶρο γιὰ τὸν τέταρτο τοῖχο· μόλις ὑπάρχει θέση γιὰ τὴ μονόφυλλη πόρτα ποὺ ἀνοίγει στὴν ἄλλη κάμαρα.

Σηκώνει πάλι τὰ μάτια... Τὸ ταβάνι ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρές ἔχει μιὰ πλατειὰ κανελλιὰ γραμμὴ ποὺ ὁρίζει τὸ σχῆμα τῆς κάμαρας... Θεέ μου! πῶς μοιάζει τὸ σχῆμ’ αὐτὸ μὲ κάσσα... εἶν’ ἀκόμα καὶ τὰ πολύχρωμα κοσμήματα ποὺ τὴ γεμίζουν: γαλάζια, κόκκινα, κίτριν’ ἀνθάκια... μπρὸς πηγαίνουν τὰ ξαφτέρυγα, οἱ παπάδες... πίσω κλαίει ἡ μάννα... καὶ κόσμος!.. καθὼς περνᾶνε, τ’ ἀνοιχτὰ παράθυρα κλεί-