Κι’ ὁ ἀντάμης Κοσσονάκος δὲν φωνάζει, δὲν θυμόνει;
Ἔγινε ἀρχαιολόγος καὶ ἀγάλματα ξεχώνει,
Ἀμμὲ κι’ ᾑ ἱπποδρομίαις πῶς σοῦ φάνηκαν ἀλήθεια;
Πῶς νὰ μοῦ φανοῦν, ψυχή μου... σὰν βρασμένα κολοκύθια.
Ὅλα τἄχουμε, καὶ μόνο ἱπποδρόμιο μᾶς λείπει.
Μὰ κι’ αὐτὸ θαρρῶ πὼς ἦταν τῶν μεγάλων μας τερτίπι.
Ἀμμὲ τἄλογα ἐκεῖνα, ὅπου εἶχαν οἱ ἱππόταις;
Πιὸ καλὰ θαρρῶ πὼς τρέχουν κἄτι γάϊδαροι Πλακιώταις.
Ἄκουσες πῶς τὰ φωνάζουν; Δαγοβέρ, Ἀμούρ, Ρεβέκκες.
Ἀμμ’ δὲν εἶδες πὼς πεθαίνουν γιὰ καβάλλα κι’ ᾑ γυναῖκες;
Ὅ, τι δοῦν εἰς τὴν Εὐρώπη ’στὴ στιγμὴ τὸ μασκαρεύουν.
Κι’ οἱ Ρωμῃοὶ σὰν μπουνταλάδες γιὰ τὸ τίποτε χαζεύουν.
Τί Ρωμαίϊκο! τί τόπος!...
Μωρὲ ποῦ θὰ καταντήσῃ!
Ἔ! λοιπὸν γι’ αὐτὰ ποὺ μοὖπες, ὅρσε μιὰ ξυλιὰ μπαξίσι.
Δὲν ἐπίστευα ποτέ μου τέτοιο δῶρο νὰ μοῦ κάμῃς.
Νά καὶ τούτη, νὰ κι’ ἐκείνη... τὰ κακάρωσε ὁ βλάμης.
Ἐχθὲς ἡμέρα Πρωταπριλιᾶς,
ἐσυλλογίσθη κι’ ὁ βασιλῃᾶς
νὰ παραιτήσῃ τὸ τόσο γλέντι,
τοὺς περιπάτους καὶ τὸ ραχάτι,
σπαθὶ νὰ βάλῃ κι’ αὐτὸς λεβέντη,
καὶ ’στῶν ἐχθρῶν μας νὰ ’μπῇ τὸ μάτι.
κι’ ὁ δεύτερός μας ὁ βασιλῃᾶς,
ὁ σὶρ Τρικούπης μέ τὰ φωκόλα
ἐσκέφθη μία δουλειὰ χρυσῆ,
οἱ νέοι φόροι νὰ ’βγοῦν ἀπ’ ὅλα,
κι’ ἀπ’ τὸν καπνό μας κι’ ἀπ’ τὸ κρασί.
ἀποφασίσαν κι’ οἱ Τραπεζίταις
νὰ μὴ φτωχαίνουν τὸν κόσμο πλιά,
καὶ οὔτε νἄχουν κρυφοὺς μεσίταις·
κι’ ἀπ’ τὰ καλά των καὶ τοὺς παράδες
νὰ πάρουν μέρος κι’ οἱ φουκαράδες.
ἀποφασίσαν κι’ οἱ λωποδύταις
νὰ πιάσουν ἄλλη καλὴ δουλειά,
κι’ ἔτσι νὰ γίνουν χρηστοὶ πολίταις·
κι’ ὁ Κοσσονάκος νὰ ἡσυχάζῃ,
καὶ ’στὸ Δελτίο νὰ μὴ τοὺς βάζῃ.
κι’ ἑταιρεία τοῦ Γκάζ ἀκόμη
ἐσυλλογίσθη πὼς πρέπει πλιὰ
νὰ πλημμυρήσουν μέ φῶς οἱ δρόμοι·
καὶ ὅταν φέγγῃ λαμπρὸ φεγγάρι
νὰ μὴν ἀφίνῃ σβυστὸ φανάρι.
ἐσκέφθη κι’ ὅλη ἡ Ρωμῃοσύνη
νὰ φασκελώσῃ τὴν τεμπελιὰ
καὶ προκομμένη κι’ αὐτὴ νὰ γίνῃ·
νὰ λείψῃ τόση κλεψιὰ καὶ ψέμμα
καὶ τὴ σημαία νὰ βάψῃ μ’ αἷμα.
Θέλω τώρα νὰ σᾶς γράψω
’στὴν Εὐρώπη τί συμβαίνει,
ἀλλὰ πρέπει πιὰ νὰ πάψω,
γιατὶ τόπος δὲν μοῦ μένει.
θὰ ’βγαίνουν πιὸ καλά,
μέ χίλια δυὸ ποικίλα,
μέ λόγια πιὸ πολλά,
καὶ τρά λά λά λά λά.
Τοῦ Ρωμῃοῦ μας τὸ γραφεῖο
μὲς ’στοῦ Παππαλεξανδρῆ
εἶναι τὸ Τυπογραφεῖο·
συνορεύει μὲ μανδρί,
μέ τοὸς Ἅγιους Θεοδώρους,
καὶ μέ κἄποιους τορναδόρους.