Σελίδα:Ο Ρωμηός Αρ. 1.djvu/4

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
4
Ο ΡΩΜῌΟΣ


Καραγκιόζης

Κι’ ὁ ἀντάμης Κοσσονάκος δὲν φωνάζει, δὲν θυμόνει;

Χατζαϊβάτης

Ἔγινε ἀρχαιολόγος καὶ ἀγάλματα ξεχώνει,

Καραγκιόζης

Ἀμμὲ κι’ ᾑ ἱπποδρομίαις πῶς σοῦ φάνηκαν ἀλήθεια;

Χατζαϊβάτης

Πῶς νὰ μοῦ φανοῦν, ψυχή μου... σὰν βρασμένα κολοκύθια.

Καραγκιόζης

Ὅλα τἄχουμε, καὶ μόνο ἱπποδρόμιο μᾶς λείπει.

Χατζαϊβάτης

Μὰ κι’ αὐτὸ θαρρῶ πὼς ἦταν τῶν μεγάλων μας τερτίπι.

Καραγκιόζης

Ἀμμὲ τἄλογα ἐκεῖνα, ὅπου εἶχαν οἱ ἱππόταις;

Χατζαϊβάτης

Πιὸ καλὰ θαρρῶ πὼς τρέχουν κἄτι γάϊδαροι Πλακιώταις.

Καραγκιόζης

Ἄκουσες πῶς τὰ φωνάζουν; Δαγοβέρ, Ἀμούρ, Ρεβέκκες.

Χατζαϊβάτης

Ἀμμ’ δὲν εἶδες πὼς πεθαίνουν γιὰ καβάλλα κι’ ᾑ γυναῖκες;

Καραγκιόζης

Ὅ, τι δοῦν εἰς τὴν Εὐρώπη ’στὴ στιγμὴ τὸ μασκαρεύουν.

Χατζαϊβάτης

Κι’ οἱ Ρωμῃοὶ σὰν μπουνταλάδες γιὰ τὸ τίποτε χαζεύουν.

Καραγκιόζης

Τί Ρωμαίϊκο! τί τόπος!...

Χατζαϊβάτης

Μωρὲ ποῦ θὰ καταντήσῃ!

Καραγκιόζης

Ἔ! λοιπὸν γι’ αὐτὰ ποὺ μοὖπες, ὅρσε μιὰ ξυλιὰ μπαξίσι.

Χατζαϊβάτης

Δὲν ἐπίστευα ποτέ μου τέτοιο δῶρο νὰ μοῦ κάμῃς.

Καραγκιόζης

Νά καὶ τούτη, νὰ κι’ ἐκείνη... τὰ κακάρωσε ὁ βλάμης.



ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ

Ἐχθὲς ἡμέρα Πρωταπριλιᾶς,
ἐσυλλογίσθη κι’ ὁ βασιλῃᾶς
νὰ παραιτήσῃ τὸ τόσο γλέντι,
τοὺς περιπάτους καὶ τὸ ραχάτι,
σπαθὶ νὰ βάλῃ κι’ αὐτὸς λεβέντη,
καὶ ’στῶν ἐχθρῶν μας νὰ ’μπῇ τὸ μάτι.

Ἐχθὲς, ἡμέρα Πρωταπριλιᾶς,

κι’ ὁ δεύτερός μας ὁ βασιλῃᾶς,
ὁ σὶρ Τρικούπης μέ τὰ φωκόλα
ἐσκέφθη μία δουλειὰ χρυσῆ,
οἱ νέοι φόροι νὰ ’βγοῦν ἀπ’ ὅλα,
κι’ ἀπ’ τὸν καπνό μας κι’ ἀπ’ τὸ κρασί.

Ἐχθὲς ποὺ ἦταν Πρωταπριλιά,

ἀποφασίσαν κι’ οἱ Τραπεζίταις
νὰ μὴ φτωχαίνουν τὸν κόσμο πλιά,
καὶ οὔτε νἄχουν κρυφοὺς μεσίταις·
κι’ ἀπ’ τὰ καλά των καὶ τοὺς παράδες
νὰ πάρουν μέρος κι’ οἱ φουκαράδες.

Ἐχθὲς ποὺ ἦταν Πρωταπριλιά,

ἀποφασίσαν κι’ οἱ λωποδύταις
νὰ πιάσουν ἄλλη καλὴ δουλειά,
κι’ ἔτσι νὰ γίνουν χρηστοὶ πολίταις·
κι’ ὁ Κοσσονάκος νὰ ἡσυχάζῃ,
καὶ ’στὸ Δελτίο νὰ μὴ τοὺς βάζῃ.

Ἐχθὲς ποὺ ἦταν Πρωταπριλιά,

κι’ ἑταιρεία τοῦ Γκάζ ἀκόμη
ἐσυλλογίσθη πὼς πρέπει πλιὰ
νὰ πλημμυρήσουν μέ φῶς οἱ δρόμοι·
καὶ ὅταν φέγγῃ λαμπρὸ φεγγάρι
νὰ μὴν ἀφίνῃ σβυστὸ φανάρι.

Ἐχθὲς ποὺ ἦταν Πρωταπριλιά,

ἐσκέφθη κι’ ὅλη ἡ Ρωμῃοσύνη
νὰ φασκελώσῃ τὴν τεμπελιὰ
καὶ προκομμένη κι’ αὐτὴ νὰ γίνῃ·
νὰ λείψῃ τόση κλεψιὰ καὶ ψέμμα
καὶ τὴ σημαία νὰ βάψῃ μ’ αἷμα.


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΩΡΑ

Θέλω τώρα νὰ σᾶς γράψω
’στὴν Εὐρώπη τί συμβαίνει,
ἀλλὰ πρέπει πιὰ νὰ πάψω,
γιατὶ τόπος δὲν μοῦ μένει.

Τὰ ἄλλα μας τὰ φύλλα

θὰ ’βγαίνουν πιὸ καλά,
μέ χίλια δυὸ ποικίλα,
μέ λόγια πιὸ πολλά,
καὶ τρά λά λά λά λά.


Τοῦ Ρωμῃοῦ μας τὸ γραφεῖο
μὲς ’στοῦ Παππαλεξανδρῆ
εἶναι τὸ Τυπογραφεῖο·
συνορεύει μὲ μανδρί,
μέ τοὸς Ἅγιους Θεοδώρους,
καὶ μέ κἄποιους τορναδόρους.