Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/69

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
63

Καθεὶς νομίζει, πρὸ τοῦ πατρός του
ἀπῆλθʾ ὁ Μέδων νὰ φονευθῇ,
ἐνῷ ἐκεῖνος τοῦ πνεύματὸς του
τὰς καταιγίδας ἀκολουθεῖ.
Πρὸς αἷμα δʾ αἴφνης ἐξολισθήσας
ἔπιπτε, πτῶμα ψυχρὸν ἐγγίσας.
Ἀλλʾ ἀνωρθώθη σταθεὶς ἠρέμα,
κʾ ὑπὸ ἀκτῖνα φωτὸς ὠχράν,
εἶδε τοῦ Κόδρου σβεσθὲν τὸ βλέμμα
καὶ τὴν μορφήν του τὴν μελιχράν.

Εὐρύνει κόρας ἐκπεπληγμένας·
κόμην καὶ μύστακας ἀνορθοῖ·
στηλόνει χεῖρας προτεταμένας,
ὡσεὶ τὸν ἄνεμον ἀπωθεῖ·
ἡμικλεισμένον ἀφίνει στόμα,
κʾ ἐξολισθοῦντος δεικνύει σῶμα.
Θέλει νὰ κράξῃ· φωνὴν δὲν ἔχει.
Θέλει νὰ φύγῃ· ἀδυνατεῖ.
Θέλει νὰ κλάψῃ· δάκρυ δὲν τρέχει·
καί, Τρόμου ἄγαλμʾ, ἀκινητεῖ.