Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Ο Κόδρος.djvu/33

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
27

«Πείθετ’ ὁ γέρων καὶ κατωρθώθη
τὸ πλεῖστον ἤδη τοῦ ἐφετοῦ.
Ἐσώθ’ ἡ πόλις, κ’ ἴσως ἐσώθη
ζωὴ γονέως ἀγαπητοῦ.
Λουσθεὶς δὲ τώρα, μετὰ λαμπάδος
μετέβη θύσων εἰς τῆς Παλλάδος.
Ἐκεῖ τὸ στέμμα θὰ μ’ ἀναδήσουν.
Ἐκεῖθεν ἴσως μετὰ μικρόν,
ἄνακτα νέον θὰ μ’ ὁδηγήσουν
εἰς τὰ βασίλεια τῶν νεκρῶν.

«Διπλῆ τὸν νοῦν του χροιὰ καλύπτει·
οὐδόλως τοῦτο μὲ ἀπατᾷ·
πρέπει τις ὅμως νὰ ὑποκύπτῃ,
ποιῶν τ’ ἀδύνατα δυνατά,
καὶ τὰς δισήμους μετρῶν ἐκφράσεις,
νὰ ἐξωνῆται τὰς περιστάσεις.
Ἀλλ’ ἂν ἀκράδαντος ἐπιστρέψῃ....
Ὤ! τότε, τότε θ’ ἀντισταθῶ.
Ὁ κόσμος ὅλος ἂν μ’ ἀποτρέψῃ,
πρὸ τοῦ πατρός μου θ’ ἀγωνισθῶ.»