Σελίδα:Νεοελληνική Φιλολογία.pdf/33

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
27
ΔΕΚΑΤΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ ΑΙΩΝ.

τῆς ἐκκλησίας, ἐπανέστρεψε μετ’ οὐ πολὺ εἰς Ἰταλίαν, ἔνθα ἐπισήμως κηρυχθεὶς ὑπὲρ τῆς Δυτικῆς ἐκκλησίας, ἔλαβεν εἰς ἀντάλλαγμα τῆς ἐξωμοσίας πορφύραν καρδιναλίου (1439).

Ἐπιδοθεὶς εἰς τὴν σπουδὴν τῆς λατινικῆς γλώσσης, ἐπὶ τοσοῦτον ηὐδοκίμησεν, ὥστε ὁ Πλατίνας λέγει «ita brevi homo ingeniosus et acutus Latinorum mores et litteraturam imbibit, ut ex nostribus unus, et non alibi natus videretur. »

Ὑπὸ πάπα Νικολάου Εʹ. ἐπίσκοπος Σαβίνης καὶ εἶτα Τουσκούλων προχειρισθεὶς, ἐστάλη μετ’ ἀπολύτου ἐξουσίας εἰς Βονωνίαν, σπαραττομένην τότε ὑπὸ ἐμφυλίων ἐρίδων, καὶ ὑπὸ ἐξωτερικῶν ἐπιδρομῶν ἀπειλουμένην. Κατὰ τὸ πενταετὲς διάστημα τῆς διοικήσεώς του ὁ Βησσαρίων ἀνεδείχθη ἔμπειρος πολιτικὸς, ἀτρόμητος στρατιωτικὸς, καὶ ἔνθερμος τῆς παιδείας προστάτης· κατέπαυσε τὰς ἐμφυλίους ἔριδας, ὠχύρωσε καὶ ἐξησφάλισε τὴν πόλιν, ἀνήγειρε τὸ ἠμελημένον Γυμνάσιον, καὶ παρώτρυνε τοὺς νέους εἰς παιδείαν, βραβεύων τοὺς ἐπιμελεστέρους, καὶ ἐξεγείρων φιλοτίμως τὴν ἅμιλλαν τῶν ὀκνηρῶν.

Οἱ Βονωνιεῖς εὐγνωμονοῦντες ἐχάραξαν ἐν δημοσίῳ τόπῳ ἐπιγραφὴν: Bessarioni episcopo Tusculano, cardinali Niceno, benefactori nostri, ἀνακηρύσσοντες, ὡς λέγει ὁ Πλατίνας, ὅτι δὲν ἐστάλη παρὰ τοῦ πάπα, παρ’ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ[1].

Ἀποθανόντος τοῦ Νικολάου Εʹ. (1455) ὁ Βησσαρίων προσεκλήθη εἰς Ῥώμην ἵνα παρευρεθῇ εἰς τὴν ἐκλογὴν τοῦ διαδόχου· προταθεὶς ὡς ὑποψήφιος πάπας παρ’ ὀλίγον ἐπετύγχανεν, εἰ μὴ ἐφρύαττε κατ’ αὐτοῦ ὁ καρδινάλιος Ἀλάνος, ἀρχιεπίσκοπος Ἀβινιῶνος, ὅστις ἐν τῷ ἀκαταλογίστῳ φανατισμῷ του δὲν ἠννόει πῶς Ἕλλην, πρώην σχισματικὸς, ἠδύνατο νὰ γίνῃ κεφαλὴ τοῦ καθολικοῦ κόσμου. Ὁ Βησσαρίων γενόμενος καρδινάλιος διετήρησε παρὰ τὰ κεκανονισμένα τὴν γενειάδα καὶ τὸν μύστακα, ὡς ἐθνικὴν ἴσως ἀνάμνησιν· ὁ δὲ Ἀλάνος ἔλαβεν ὡς ἐπιχείρημα τῶν κατ’ αὐτοῦ Φιλιππικῶν τὴν τήρησιν τῶν σχισματικῶν ἐκείνων σημείων, ἀναβοῶν «Ergo ecclesiae Latinae Graecum pontificem dabimus, et in capiti libri neophytum collocabimus? Nondum barbam rasit Bessarion, et nostrum caput


  1. «Quem enim videbant justissimum, quem modestissimum, huoc tan-quam de cocio missum, ea praesertim tempestate, venerabantur, colebant, et observabent.» (Platina). «Ἐν ταύτῃ τε τῆς πόλεως ἐν στάσει ὡς τὰ πολλὰ γενομένης, καὶ τῶν στασιωτῶν ἐπὶ διαφορὰν σφίσιν ἀφικνουμένων, δαιμόνιόν τινα τῶν ἐν τῇ πόλει ἐπιφανῆναι». Χαλκοκονδ. Ἱστορ.VI.