Σελίδα:Νέα Ζωή Τεύχος 37 (α).djvu/1

Από Βικιθήκη
Υπήρξε ένα πρόβλημα στον έλεγχο για πιθανά λάθη αυτής της σελίδας.
ΠΡΟΠΟΣIΣ

Ἄνθρωπε, ποῦ λυπᾶσαι
Κι’ ἀκοῦς μέσα στὰ στήθη σου
Μεγάλη συφορὰ,
Γιατὶ δὲν τὸ θυμᾶσαι
Πῶς λίγο κρασὶ πίνοντας
Παύουνε τὰ δεινά;

Στῆς κόρης τὴν ἀγκάλη
Γεμάτοι πόθο ἂς τρέχουμε
Δίχως μιὰ σκέψι ἁγνή.
Τὸ στῆθός της ἂς πάλλῃ
Κ’ ἐμεῖς γυρμένοι ἂς στέκουμε
Μὲ τὴν καρδιὰ νεκρή.

Ἀδέλφια, ἀναισθησία
Γιατὶ τώρα νὰ φθείρουμε
Τὴ δύστυχη ζωή;
Ἐκειὸς ἔχει εὐφυΐα
Ποῦ ἀδιάκοπα στὰ βάσανα
Τοῦ κόσμου ἀδιαφορεῖ.

Τί θέλει αὐτὴ ἡ καρδία!
Τί νἆνε αὐτὰ τὰ ὀνόματα
Πατρίδα κι’ ἀρετή!
Τί τρομερὴ βλακία,
Τί στοχασμοὺς παράλογους
Εἶχαν οἱ παλαιοί!

Γεμῖστε τὸ ποτῆρι
Νὰ κάμουμε μιὰ πρόποσι
Εἰς τὴν ἀναισθησιὰ
Ποῦ, τὴν καρδιὰ δὲ φθείρει
Καὶ σύντροφο ἔχει ἀχώριστο
Τὴν ποθητὴ χαρά.

Γιατὶ νὰ λυπηθοῦμε
Ἂν κεῖνο πὠνομάζουμε
Πατέρα μὲ ντροπὴ
Στοὺς δρόμους τὸν ἰδοῦμε
Κουρξλιασμένο, ὁλόγυρτο
Βοήθεια νὰ ζητῇ;