Σελίδα:Νέα Εστία, τ.11, σελ.662-663.djvu/2

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Θεό, καὶ φανῇ κομμάτι κρέας! » Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν καὶ αἱ Ἁγιογραφίαι, ὅσαι δὲν ἔχουν ὑπ’ ὄψιν των ἀρχαῖα πρότυπα, ἐν ᾧ εἶνε θαυμάσιαι εἰς πρόσωπα καὶ ἐνδύματα, ὑστεροῦν εἰς τὴν διαγραφὴν τοῦ σώματος. Ἡ αἰδὼς ἐφυλάκισεν ἐντὸς στυγνοῦ σώματος τὴν ψυχὴν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὴν κατηγορῇ ἔξω τῶν κιγκλίδων. Ἀπὸ εὐσπλαχνίαν δέ, κἄπου κἄπου, σἄν ψωμὶ καὶ νερό, τὴν παρηγορεῖ μὲ τὴν δευτέραν παρουσίαν, μὲ τὴν μέλλουσαν ζωήν.

Ἀλλὰ καὶ τὸ σεμνὸν σῶμα δὲν ἔμεινεν ἥσυχον. Φόβῳ πιθανῆς συνεννοήσεως τοῦ δεσμοφύλακος αὐτοῦ μὲ τὴν καθειργμένην, τὸ χιλιοβασανίζουν, τὸ δέρνουν, τὸ νηστεύουν καὶ διαρκῶς ἀπειλοῦν τὸν τυχὸν παραβάτην.

Καὶ παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως:

«Νυφοῦλα λαχταρόκορμη καὶ καμπανοφρυδοῦσα!
παπᾶς σὲ εἶδε κι’ ἔσφαλε, διάκος καὶ δαιμονίστη
κ’ ἕνα μικρὸ διακόπουλλον ἔπεσε καὶ τσακίστη».

Δ. ΓΡ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥΣ


ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Γυρίζουν τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ἥσυχα, κ’ ἔπειτα σέρνουν
γιὰ τελευταία φορὰ τὰ βήματά τους.

Ἦταν ἡ ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, τὸ φριχτὸ γέλιο τῶν ἀνθρώπων,
τὰ δάκρυα, ὁ ἱδρώς, ἡ νοσταλγία
τῶν οὐρανῶν, ἡ ἐρημία τῶν τόπων!

Στέκονται στὸ παράθυρο, κοιτᾶνε
τὰ δέντρα, τὰ παιδιά, πέρα τὴ φύση,
τοὺς μαρμαράδες ποὺ σφυροκοπᾶνε,
τὸν ἥλιο ποὺ γιὰ πάντα πάει νὰ δύσῃ.

Ὅλα τελείωσαν. Τὸ σημείωμα νά το,
σύντομο, ἁπλό, βαθύ, καθὼς ταιριάζει,
ἀδιαφορία, συγχώρηση γεμᾶτο
γιὰ κεῖνον ποὺ θὰ κλαίῃ καὶ θὰ διαβάζῃ

Βλέπουν τὸν καθρέφτη, βλέπουν τὴν ὥρα,
ρωτοῦν ἂν εἶναι τρέλα τάχα ἢ λάθος,
«ὅλα τελείωσαν, ψιθυρίζουν, τώρα»
πῶς θ’ ἀναβάλουν βέβαιοι κατὰ βάθος.

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ