Σελίδα:Μελέτη 2 (1912).djvu/46

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
108
Η ΜΕΛΕΤΗ

πεταλωτὴς διηγεῖτο ὅτι εἶχεν ἰδῇ τὸν ἀββᾶν Κοραντὲν μὲ κακὴν συντροφιὰν εἰς τὰ περίχωρα τοῦ Ροζὺ-λὲ-Ρόζ. Καὶ προσέθετεν:

— Ἀκοῦστε ποῦ σᾶς τὸ λέγω: ὁ παπᾶς θὰ ἔφαγε χωρὶς ἄλλο τὰ χρήματα τῆς καμπάνας.

Φατρία ἐχθρικὴ ἐσχηματίζετο ἤδη ἐναντίον τοῦ ἀγαθοῦ ἱερέως. Ὅταν ἐπεριπάτει εἰς τὰς ὁδούς, πολλαὶ κεφαλαὶ ἔμενον κεκαλυμμέναι κατὰ τὴν διάβασίν του, ἤκουε δὲ ὄπισθεν του ψιθυρισμοὺς ἐχθρικούς.

Ὁ ἐνάρετος κληρικὸς ἦτο συντετριμμένος ἐκ τῆς τύψεως τοῦ συνειδότος. Ἀνεμέτρει καὶ συνῃσθάνετο ὅλον τὸ μέγεθος τοῦ σφάλματός του, ἐδοκίμαζε δὲ ἀλγεινοτάτην συντριβήν· ἀλλ’ ὅμως μὲ ὅλα ταῦτα δὲν ἠδύνατο νὰ φθάσῃ εἰς τελείαν μεταμέλειαν.

ᾘσθάνετο ὅτι τὴν ἀπερίσκεπτον ἐκείνην ἐλεημοσύνην, τὴν ἐλεημοσύνην μὲ ξένα χρήματα τὴν ἔκαμεν οἱονεὶ ἀκουσίως του καὶ χωρὶς κἂν νὰ ἔχῃ τὴν ἐλευθερίαν νὰ σκεφθῇ. Καὶ ἐνδομύχως ἐφρόνει ὅτι ἡ παράλογος ἐκείνη ἐλεημοσύνη ὑπῆρξε πιθανὸν διὰ τὴν ἀμαθῆ ψυχὴν τοῦ τέκνου τῶν ἀθιγγάνων ἡ ἀρίστη ἀποκάλυψις καὶ ἡ ἔναρξις τοῦ ψυχικοῦ του φωτισμοῦ. Καὶ διαρκῶς ἔβλεπεν ἐνώπιόν του μαῦρα πολὺ καὶ γλυκέα καὶ πλήρη δακρύων τὰ ὄμματα τῆς μικρᾶς σχοινοβάτιδος...

Ἐν τοσούτῳ ἡ στενοχωρία τῆς συνειδήσεώς του καθίστατο ἀφόρητος. Τὸ ἁμάρτημά του ἐμεγεθύνετο ἐφ’ ὅσον διήρκει. Ἡμέραν δέ τινα, ἀφοῦ ἔμεινεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν προσερχόμενος, ἀπεφάσισε ν’ ἀποπλύνῃ τὸ σφάλμα του, ἐξομολογούμενος αὐτὸ δημοσίᾳ πρὸς τοὺς ἐνορίτας του.

* *

Τὴν ἑπομένην Κυριακὴν ἀνέβη εἰς τὸν ἄμβωνα μετὰ τὸ Εὐαγγέλιον, ὠχρότερος δὲ καὶ ἐξ ὑψίστης προσπαθείας μᾶλλον ἀπτόητος τῶν μαρτύρων ἐν τῇ κονίστρᾳ τῶν θηριομαχιῶν, ἤρχισε λέγων ταῦτα:

— Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀγαπητοί μου φίλοι, ἀγαπητά μου τέκνα, ἔχω κάτι νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ!...

Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἦχοι κώδωνος διαυγεῖς, φαιδροί, ἀργυρόηχοι, ἐκπορευόμενοι ἐκ τοῦ κωδωνοστασίου, εἰσέδυσαν εἰς τὸν παλαιὸν ναόν.