δωμάτιόν του καὶ δὲν ἐτόλμησε οὔτε κἂν νὰ περιπατήσῃ εἰς τὸν λαχανόκηπόν του.
Τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν ἦλθαν νὰ τὸν ζητήσουν, διὰ νὰ ὑπάγῃ μὲ τὴν ἁγίαν Μετάληψιν νὰ κοινωνήσῃ ἕνα ἐπιθάνατον εἰς τὸ μικρὸν χωρίον Κλὸ-Μουσσέ.
— Ὁ ἅγιος ἐφημέριος δὲν ἐγύρισεν, εἶπεν ἡ θεράπαινα.
— Ἡ Σχολαστικὴ πλανᾶται· ἐδῶ εἶμαι, πᾶμε, εἶπεν ὁ ἀββᾶς Κοραντέν.
Ἐπιστρέφων ἐκ Κλὸ-Μουσσὲ συνήντησεν ἕνα τῶν εὐλαβεστέρων ἐνοριτῶν του.
— Λοιπόν, ἅγιε ἐφημέριε, τὸν ἠρώτησεν αὐτός, ἐκάμετε καλὸ ταξίδι;
Ὁ ἀββᾶς ἐψεύσθη διὰ δευτέραν φοράν.
— Ὡραῖον, φίλε μου, ὡραῖον.
— Καὶ ἡ καμπάνα;
Ὁ ἀββᾶς ἠναγκάσθη νὰ καταφύγῃ ἐκ νέου εἰς ψεῦδος. Ἀλλοίμονον! τὰ ψεύδη του ἐγένοντο πλέον ἀναρίθμητα.
— Πολὺ ὡραία, φίλε μου, θαυμασία! Νομίζει κανεὶς ὅτι εἶναι ἀσημένια. Τί εὔμορφα ποῦ κτυπᾷ!.. Ἔτσι ἁπλῶς νὰ τῆς δώσῃ κανεὶς μιὰ μὲ τὰ δάκτυλα, κτυπᾷ καὶ δὲν τελειώνει πλέον.
— Καὶ πότε θὰ τὴν ἰδοῦμε;
— Σὲ λιγάκι, παιδί μου, σὲ λιγάκι. Ἀλλὰ χρειάζεται προτήτερα νὰ χαραχθῇ ἐπάνω εἰς τὸ μέταλλον τὸ ὄνομα, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ βαπτισθῇ ἡ καμπάνα, τὰ ὀνόματα τοῦ ἀναδόχου καὶ τῆς ἀναδόχου, ὅπως συνηθίζεται, καὶ μερικὰ ρητὰ ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφήν... Ὥστε δι’ ὅλα αὐτὰ χρειάζεται νὰ περάσῃ λίγος καιρός.
— Κυρὰ Σχολαστική, εἶπεν ὁ ἱερεύς, ὅταν εἰσῆλθεν εἰς τὴν κατοικίαν του, ἐὰν πωλήσωμεν τὴν πολυθρόναν, τὸ ὡρολόγι καὶ τὸ ἑρμάρι ποῦ εἶναι εἰς τὸ δωμάτιόν μου, νομίζεις ὅτι μποροῦμε νὰ πιάσωμε ὣς ἑκατὸ τάλληρα;
— Οὔτε τριᾶντα φράγκα δὲν σᾶς δίνουν, ἅγιε ἐφημέριε· γιατί, καὶ νὰ με συμπαθᾶτε, ὅλα σας τὰ ἔπιπλα μαζωμένα, δὲν ἀξίζουν ἕνα παρᾶ.