Σελίδα:Μελέτη 1 (1912).djvu/62

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Τὰ κυπαρίσσια ἔκλιναν τὰς κορυφάς των, τῶν φοινίκων τὸ ψιθύρισμα ἠκούετο δυνατώτερον καὶ κἄποτε κἄποτε φύσημα ἀνέμου ἐσκόρπιζε τὰ ξηρὰ φύλλα ἀπὸ τὰ δένδρα κάτω.

Ἡ κόρη ᾐσθάνθη ρίγημα.

Ἦλθε λοιπὸν τὸ φθινόπωρον;

Ἦλθε τὸ ἄπονον φθινόπωρον νά ρίψῃ εἰς τὸν κονιορτὸν τῆς ἀνοίξεως τὰ τέκνα.

Ἔτρεμε, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ καὶ ἡ ἰδία τὸ διατί.

Τῆς ἐφαίνετο ὡς νὰ ἔσβυνεν ἐντός της ἡ δρόσος τῆς ἀνοίξεως καὶ ὡς νὰ ἐχύνετο ἄπονος ὁ φθινοπωρινὸς ἄνεμος εἰς τὴν νεανικήν της ψυχὴν.

Καὶ ἐμπρός της ἐστρώνοντο τὰ ξηρὰ φύλλα τῶν δένδρων... ᾘσθάνετο λύπην νὰ τὰ βλέπῃ, καὶ ἔστρεψε πρὸς τὰ ἐπάνω τὰ βλέμματα.

Ἀθελήτως ἀντίκρυσε γεμάτους πόνον τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἀποθνήσκοντος Ἀχιλλέως.

Καὶ ἐνόησε τότε πλέον κ' ἐκείνη τί τὴν ἐπρόσμενεν!

Ἐκ τοῦ Γερμανικοῦ

Μετάφρασις Δ.