Σελίδα:Μελέτη 1 (1912).djvu/60

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
58
Η ΜΕΛΕΤΗ

τῆς σεπτῆς δεσποίνης καὶ ἀπεκρίνοντο μὲ σιγαλὰ στενάγματα εἰς τὸν βαθὺν στεναγμὸν ἐκείνης· ἐγνώριζαν καὶ αὐτοὶ ὅτι δὲν ἠδύναντο νὰ βοηθήσουν· τὸ βέλος εἶχε καρφωθῇ εἰς τὴν πτέρναν τῆς ὑψηλῆς των προστάτιδος.

Θὰ ἔφευγε πάλιν μακρὰν καὶ θὰ τοὺς ἀπεχαιρέτιζεν ὡς νὰ ἔλεγε:

—Μὴ λυπεῖσθε, δὲν ἠμπορεῖτε τίποτε νὰ μοῦ κάμετε· ἐγὼ πρέπει νὰ εἶμαι δυστυχισμένη...


Πλησίον τοῦ μαρμαρίνου βάθρου τοῦ ἀποθνήσκοντος Ἀχιλλέως φαίνεται κόρη μαυροφορεμένη.

Εἰς τὴν ὄψιν της εἶναι περιχυμένη ὠχρότης καὶ τὰ βλέμματά της ἔχει προσηλωμένα μακρὰν πρὸς τὴν θάλασσαν.

Τὴν συντροφεύει χωρικὴ νέα μὲ τὸ κερκυραϊκὸν ἔνδυμα.

—Τὴν ἐβλέπατε λοιπὸν συχνά;

— Κάθε μέρα τὴν ἐβλέπαμε. Μᾶς ἐφαίνουνταν σὰν μιὰ καλὴ μοῖρα, ὅταν ἤρχουνταν σ'τὴν καλύβα μας. Ἔτρωγε κ' ἔπινε μαζί μας. Κάποτε φοροῦσε καὶ χωριάτικα. Καὶ τῆς ταίριαζαν τόσο σ'τὸ ὡραῖό της κορμί, σ'τὴν ὄψι της γεμάτη καλωσύνη, σ'τὸ θαῦμα τῶν μαλλιῶν της.

Ἐσιώπησαν ὀλίγον.

— Γιατὶ εἶσαι τόσον λυπημένη καὶ φορεῖς καὶ μαῦρα, ποιὸς δικός σου πέθανε;

—Ὁ πατέρας μου, ἀπεκρίθη ἡ κόρη.

— Πολλὴ ζωὴ νἄχῃς ἐσὺ κ' ἡ μάννα σοῦ. Μὰ φαίνεσαι χλωμή, τί ἔχεις; ἐξηκολούθησε μὲ ζωηρὰν συμπάθειαν ἡ χωρική.

— Εἶμαι ἀποκαμωμένη.

—Ἀπὸ τί;

—Ἀπὸ κἄτι ποῦ ἀγωνίσθηκα..

—Γιὰ τί ἀγωνίσθηκες;

— Γιὰ ἕνα πολὺ μεγάλο πρᾶμα.

— Καὶ στάθηκες ἄτυχη;

—Ὄχι, εἰς τὸ τέλος ἐβγῆκα νικήτρα. Ὅμως ἐδῶ μέσα μοῦ ἔμεινε κἄτι. Καὶ ἔδειξε τὸ στῆθος της.

— Σὲ πονεῖ;

— Ναί, τὸ αἰσθάνομαι ἐδῶ.