ρας, ἐπειδὴ ὅμως ὁ καιρὸς ἐπείγει, δὲν πρέπει νὰ σταματήσῃ ἡ ἐργασία διὰ νὰ μὴ μᾶς προλάβουν οἱ ἄλλοι.
— Μάλιστα, μάλιστα, ἔχετε δίκαιον! Τὴν διέκοψαν.
— Λοιπόν, διὰ τὸν λόγον αὐτὸν σᾶς ἀνακοινώνω ὅτι τὸ «κομάντο» τὸ ἀναλαμβάνω ἐγώ, εἶπεν ἡ νέα μὲ γλυκεῖαν, ἀλλὰ σταθερὰν φωνήν.
— Ζήτω τῆς ἀρχηγίνας μας! ἐφώναξαν οἱ ὑλοτόμοι, ζήτω!
— Ποῖος ἀπὸ σᾶς ἔκαμνεν ἐδῶ τὸν μάγειρον διὰ τοὺς ἄνδρας; ἠρώτησεν ἡ νέα αὐτοχειροτόνητος ἀρχηγίνα.
— Ἐγώ, εἶπε κἄποιος πωγονοφόρος χαιρετῶν στρατιωτικῶς.
— Καλά! θ’ ἀναλάβω ἐγὼ τὰ καθήκοντά σου καὶ σὺ θὰ παραλάβῃς αὐτοὺς τοὺς σάκκους δυναμίτιδος καὶ θὰ ἀνατινάξῃς τοὺς πάγους ὅπου τυχὸν ἔχουν φράξῃ τὸ ποτάμι.
— Εἰς τὰς διαταγάς σας, κυρία εἶπεν ὁ πωγονοφόρος καὶ ἀπῆλθε.
— Ποῖος εἶναι ἐπὶ τῆς ἐφοδιοπομπίας; Ἠρώτησε πάλιν ἡ ἀρχηγίνα.
— Ἐγώ, εἶπεν ἐρυθρόδερμον παιδίον. Ἦτο νεαρὸς Ἰνδιᾶνος, ὅστις ὡδήγει τρεῖς «πόννυς», δηλαδὴ μικροσκοπικὰ ἀλογάκια.
— Ἐσὺ θὰ τραβήξῃς τέσσαρα μίλια παρακάτω μὲ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ στρατοπέδου, διότι ἐννοῶ νὰ κάμωμεν τέσσαρα μίλια δρόμον σήμερον.
— «Μαυροποῦλι» θὰ ἐκτελέσῃ τὰς διαταγὰς τῆς λευκῆς περιστερᾶς εἶπεν ὁ Ἰνδόπαις ἀγωγιάτης, ὁ ὁποῖος κατὰ σύμπτωσιν φέρει δυσκολοπρόφερτον ὄνομα, ὅπερ σημαίνει «Μαυροποῦλι», ἢ «Κότσιφας». Καὶ ἀτενίζων μετὰ ἀφελοῦς θαυμασμοῦ τέκνου τῆς φύσεως τὴν λευκὴν ἀρχηγίναν του, ἀπῆλθε καὶ ἤρχισε νὰ φορτώνῃ τὰ ἀλογάκια του προθυμότατος.
Ἀλλ’ ἡ ἀρχηγίνα ἀνέφλεξε τὸν ζῆλον τῶν ὑλοτόμων καὶ δι’ ἄλλων μέσων: Ἐκτὸς τῆς συνηθισμένης φασουλάδας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνήθως τὴν μόνην θερμὴν τροφὴν τῶν ὑλοτόμων, ὑπεσχέθη ὅτι θὰ παραθέσῃ τὴν ἑσπέραν ἓν κανονικὸν δεῖπνον (regular dinner) μὲ γλυκίσματα καὶ κομπόσταν καὶ τουρσιά, τὰ ὁποῖα εἶχε πάρῃ μαζί της.