Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/246

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
244Λόγια τῆς πλώρης

ν’ ἀπαλλαγῇ. Μὰ ποῖος τὸ ἄφινε; Μέσα στὸ ἄγριο πέλαγο μιὰ ξεχώριζα ταρναριστὴ φωνή, τὴ φωνὴ τοῦ διαλαλητή· ἕνα γνώριζα αἴσθημα, τὸ θάμασμα τῶν γερόντων μας. Ἕναν πόθο, τὴν εὐχὴ τῶν κοριτσῶν:

— Νά λεβεντονιὸς γιὰ νὰ γίνῃ ἄντρας μας!

Μὲ τὸ χάραμα εἶδα κατάπλωρα συγνεφοσκεσπασμένο τὸ νησί μας. Τρία μίλια θέλαμε ἀκόμη. Μὰ τρία γερά. Τὰ μπράτσα λύθηκαν ὅλη νύχτα ἐπάνω στὸ κουπί. Τὰ πρόσωπα σούρωσαν· τὰ μάτια θόλωσαν. Ζάρες ἔκαμε τὸ μέτωπο· ἄσπρισαν τὰ κατάμαυρα μαλλιά, σὰν νὰ κύλισαν στογὸς τὰ χρόνια ἐπάνω μας. Ὁ καπετάνιος ξαπλωμένος τ’ ἀνάσκελα στὸν πάγκο ἔμοιαζε πτῶμα. Οἱ λαμνοκῶποι ἀμίλητοι κινοῦσαν ράθυμα τὰ κουπιά, σὰν μηχανὲς ποῦ κάνουν ἀναίσθητα τὸ ἔργο τους. Μόνος ἐγὼ ἐξακολουθοῦσα νὰ λάμνω σωστά. Ἦρθε μάλιστα πολλὲς φορὲς ποῦ τοὺς πῆρα. Μὰ τί νὰ κάμω καὶ γώ; Περισσότερος ἦταν ὁ πόθος παρὰ ἡ δύναμή μου. Τὸ κῦμα ἐπίμενε νὰ ψηλώνῃ ἀκόμα, νὰ λιχνίζῃ καὶ νὰ μᾶς βρέχῃ καὶ νὰ μᾶς κλυδωνίζῃ φοβερά.

Τέλος ρόδισε ἡ ἀνατολή, φάνηκε ὁ ἥλιος. Φάνηκαν βουρκωμένες οἱ στεριές, θολὸ τὸ πέλαγο, φιλόξενο τὸ νησί μας ἀντίκρυ.

— Ἄλα, παιδιά, καὶ φτάσαμε! φώναξα.

Καὶ πηδῶ στὴν πλώρη ν’ ἀγναντέψω καλὰ τὸ λιμάνι, νὰ ἰδῶ τὴν ἀμμουδιὰ ποῦ θά τὸ ρίξω θρασίμι. Τὸ καΐκι πέταξε μέσα, δυὸ χάλαρα πήδησε, ἄρραξε ἀπάνω στὸν ἄμμο. Τρέχω στὴν πρύμη καὶ ἀδράζω τὴ γούμενα. Ὠϊμέ! Σχοινὶ κομματιασμένο κρατῶ μόνον στὰ χέρια μου!