τῶν γειτνιαζόντων ὀχυρωμάτων. Ὁ Κιουταχῆς λέγουν ὅτι ἀπεκεφάλισε δύω ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικοὺς τῶν ντελήδων πρωταιτίους τρόπον τινὰ τῆς φυγῆς. Τοῦ ἐφάνη δὲ παράδοξον νὰ καταδιώκωνται ἀπὸ τόσον ὀλιγάριθμον ἱππικὸν Ἑλληνικὸν τριακόσιοι περίπου ἱππεῖς Ὀθωμανοί.
Ὁ Καραϊσκάκης ἰδὼν ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶχον ἤδη ἀποκάμει ἀπὸ τὸν ἀγῶνα, τὸν κόπον καὶ τὴν δίψαν καὶ μὴ θέλων νὰ τοὺς ἐκθέσῃ εἰς νέαν προσβολήν, τὴν ὁποίαν πιθανῶς ἠδύνατο νὰ κάμῃ ὁ Κιουταχῆς, τοὺς διέταξε ν’ ἀποσυρθῶσι τακτικῶς καὶ προφυλακτικῶς διὰ νὰ μὴ βλαφθῶσιν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἄν τυχὸν ἐπιχειρήσωσι νὰ τοὺς καταδιώξωσιν. Ἡ μάχη αὕτη διήρκεσεν ἓξ ὥρας κατὰ συνέχειαν· ἐφονεύθησαν δὲ ἐκ μὲν τῶν Ἑλλήνων ἕως εἴκοσι, ἐπληγώθησαν διπλάσιοι, ἐφονεύθησαν καὶ εἴκοσι δύω πολεμιστήριοι ἵπποι· τῶν δὲ ἐχθρῶν ἡ ζημία δὲν ἔγεινε γνωστή, συμπεραίνεται ὅμως νὰ ἔγεινε σημαντικὴ ἀφ’ ὅσα διηγήθησαν δύω νέοι χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν Λιδωρικίου, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μισθωτοὶ εἰς τὸ σῶμα τοῦ Τζέλιου Πίτζαρη καὶ ἐν καιρῷ τῆς μάχης ηὐτομόλησαν πρὸς τοὺς Ἕλληνας λαβόντες τὴν σάλπιγκα, τὴν ὁποίαν πρὸ ἡμερῶν εἶχον λάβει οἱ Τοῦρκοι φονεύσαντες τὸν σαλπιγκτήν.
Ἡ νίκη αὕτη ἐμψύχωσεν ὅλους ἐν γένει τοὺς συγκροτοῦντας τὸ στρατόπεδον καὶ ὁ Καραϊσκάκης, ἐφορεύων μόνος του, δὲν ἄφινε νὰ μένωσιν ἀργοὶ οἱ Ἕλληνες, ὥστε καθ’ ἡμέραν σχεδὸν ἐγίνοντο ἀκροβολισμοὶ εἰς διάφορα μέρη τοῦ στρατοπέδου. Οἱ ἀκροβολισμοὶ οὗτοι ἐγίνοντο ἐνίοτε γενικώτεροι, ὥστε ἀποκατεσταίνοντο μάχαι, καθὼς καὶ τὴν 30 Μαρτίου, ὅτε ἐφονεύθησαν τινὲς καὶ ἐπληγώθησαν ὁ Λεόντιος Λαζόπουλος Ὀλύμπιος καὶ ὁ Ἀναστασιέλος.
Κατὰ ταύτην τὴν ἐποχὴν εἰς τὴν ἐν Τροιζῆνι Συνέλευσιν ἔγεινε πρόβλημα νὰ διορισθῇ ἀρχιστράτηγος ὁ Τζιούρτζ. Οἱ εἰς αὐτὴν ἀπεσταλμένοι πληρεξούσιοι τοῦ στρατοπέδου ἐνόμισαν ἀναγκαῖον, πρὶν συγκατατεθῶσιν εἰς τοῦτο, νὰ τὸ γνωστοποιήσωσιν εἰς τὸν Καραϊσκάκην. Ὁ Καραϊσκάκης ἀπεκρίθη μὲ γενναιότητα: «Αἱ Ἀθῆναι νὰ ἐλευθερωθῶσι, τὰ μέσα τοῦ στρατοπέδου νὰ μὴ λείψωσι, καὶ εἶμαι πρόθυμος νὰ δεχθῶ ὁποιονδήποτε ἀρχηγὸν διορίσωσιν». Ἐφάνη ὅμως μετὰ ταῦτα ὅτι ὁ διορισμὸς οὗτος ὑπῆρξεν ἡ αἰτία τρόπον τινὰ τοῦ θανάτου του.
Ὁ Καραϊσκάκης, ἀφ’ οὗ συνήχθησαν καὶ ἄλλα στρατεύματα, νομίζων ὅτι ἦτον ἤδη εἰς κατάστασιν νὰ κατασκευάσῃ τὸν προμαχῶνα ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἐπιχειρήσας δὲν εἶχεν ἐπιτύχει, διέταξε τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὸ Μετόχιον νὰ παραχωρήσωσι τὴν θέσιν των εἰς τὸν Ι. Θ. Κολοκοτρώνην καὶ νὰ ἦναι ἕτοιμοι νὰ τὸν ἀκολουθήσωσιν, ὅταν τοὺς διορίσῃ. Ἑτοιμάσας λοιπὸν τὴν ἀναγκαίαν ὕλην, ἐπῆγε μὲ αὐτοὺς τὴν νύκτα καὶ ἐπεχεί-