Σελίδα:Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη.djvu/87

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
85
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

βασιν τοῦ στρατοπέδου δὲν συνηκολούθησαν, ἀποδειλιάσαντες εἰς τὸ ἐπιχείρημα τοῦτο, μὴ ἔχων ἱκανὴν δύναμιν διὰ νὰ κατέχῃ καὶ τὸν λόφον, τὸν ὁποῖον προλαβόντες οἱ Ἕλληνες τοὺς Τούρκους ἐκυρίευσαν, διέταξε τὴν εἰς αὐτὸν φρουρὰν καὶ ἀπεσύρθη. Ἀλλ’ ἀμέσως ἐτοποθετήθησαν εἰς αὐτὸν οἱ ἐχθροὶ καὶ ἐπεχείρησαν νὰ ἀνεγείρωσιν ὀχυρώματα· τὸ ἴδιον ἔκαμαν καὶ ἀντικρὺ τοῦ Μετοχίου. Ὅλα δὲ ταῦτα ἐγένοντο ὑπ’ ὄψιν καὶ κατὰ διαταγὴν τοῦ Κιουταχῆ, ὅστις διώρισε καὶ μετεκόμισαν καὶ ἓν κανόνιον, τὸ ὁποῖον ἐτοποθέτησαν ἀντικρὺ τοῦ Μετοχίου καὶ τὸ κατέστησαν διὰ νυκτὸς ἕτοιμον.

Τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν περὶ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου ὁ Κιουταχῆς συνήθροισεν ὅλον τὸ εἰς τὰς θέσεις ταύτας εὑρισκόμενον στράτευμά του, συμποσούμενον, ὡς ἐλέγετο, ἀπὸ τέσσαρας χιλιάδας πεζοὺς καὶ δύο χιλιάδας ἱππεῖς, καὶ τὸ ἐδιόρισε νὰ προσβάλῃ εἰς τὸ Μετόχιον· ἀνὰ χίλιοι πεζοὶ προσέβαλον ἀπὸ ἑκάστην πλευράν· οἱ δὲ λοιποί, προηγουμένων δύω κανονίων, ἐκινήθησαν κατὰ πρόσωπον, ἠκολούθουν δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς παρατεταγμένοι εἰς τρεῖς σειράς. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐπροχώρουν κανονοβολοῦντες, ἕως οὗ ἐπλησίασαν πανταχόθεν εἰς τὸ Μετόχιον ἐντὸς βολῆς τουφεκίου. Τέσσαρας περίπου ὥρας διέμειναν εἰς ταύτην τὴν θέσιν κανονοβολοῦντες μόνον τὸ Μετόχιον. Φαίνεται δὲ ὅτι ἐπερίμενον νὰ καταστρέψωσι τὰ ἐμπροσθινὰ ὀχυρώματα διὰ νὰ κάμωσιν ἑπομένως ἔφοδον· οἱ δὲ ἐντός, μ’ ὅλον ὅτι οἱ τοῖχοι κρημνιζόμενοι καὶ αἱ πέτραι συντριβόμεναι τοὺς ἐπροξένουν ἱκανὰς πληγάς, ἐπέμενον ὅμως μὲ καρτερίαν καὶ ἀνήγειρον προθύμως τὰ κρημνιζόμενα μέρη· δὲν ἀνταπεκρίνοντο δὲ διόλου μὲ ὅπλα εἰς τοὺς ἐχθρούς, θέλοντες νὰ ἦναι ὅλοι ἕτοιμοι διά νὰ πυροβολήσωσι ταὐτοχρόνως, ὅταν ἔμελλον νὰ κάμωσιν ἔφοδον, τὸ ὁποῖον ἤλπιζον ἐξ ἅπαντος. Οὕτω λοιπὸν ἔμειναν εἰς βαθυτάτην σιωπήν, καὶ δὲν ἠκούετο εἰμὴ μόνον ἡ σάλπιγξ, καὶ αὕτη ἀπὸ καιρὸν εἰς καιρόν. Ὁ ἀρχηγὸς βλέπων τὸν κατεδαφισμὸν τῶν οἰκοδομῶν, τὸν ὁποῖον ἐπροξενοῦσαν τὰ ἐχθρικὰ κανόνια, καὶ ὑποπτεύων μὴ δειλιάσωσιν οἱ ἀποκλεισμένοι καὶ ἀφήσαντες τὴν θέσιν ἀναχωρήσωσιν, ἔπεμψεν ἕνα ἱππέα καὶ τοὺς ἐνεθάῤῥυνεν ὅτι αὐτὸς ἐπαγρυπνεῖ εἰς τὰ κινήματα τοῦ ἐχθροῦ καὶ ὅτι θέλει ἔλθει εἰς βοήθειάν των, ὅταν ἦναι ὥρα ἁρμοδία· ἐν τοσούτῳ αὐτοὶ ν’ ἀντέχωσι γενναίως εἰς τὰς ἐχθρικὰς προσβολάς. Οἱ εἰς τὸ Μετόχιον ἑπεβεβαίωσαν τὸν ἱππέα ὅτι θέλουν ἐπιμείνει σταθερῶς εἰς τὴν θέσιν των, καὶ οἱ ἔξωθεν ἃς κάμωσιν ὑπὲρ αὐτῶν ὅ,τι ἡ τιμὴ καὶ τὸ συμφέρον ὑπαγορεύει.

Περὶ τὸ μεσημέρι τέλος πάντων οἱ εἰς τὰ ἀριστερὰ τοῦ Μετοχίου ἐχθροὶ ἐφώρμησαν κατὰ τῶν Ἑλλήνων, ὠχυρωμένον εἰς τὰ ἐρείπια μιᾶς οἰκίας· αὐτοὶ δὲ μὴ δυνηθέντες ν’ ἀνθέξωσιν εἰς τὴν ὁρμήν των, ἀπεσύρθησαν. Τοῦτο βλέπων ὁ ἀρχηγὸς ἀπεφάσισε νὰ κινηθῇ· καὶ πρὸς μὲν τοὺς ἐν δεξιᾷ ἐχθροὺς