Σελίδα:Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη.djvu/107

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
105
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

(εἶπεν εἰς αὐτὸν) μὲ τοὺς ἑξακοσίους ἀνάνδρους στρατιώτας σου· τὴν θέσιν ἐκείνην διακόσιοι μόνον ἐμπειροπόλεμοι στρατιῶται εἶναι ἱκανοὶ νὰ τὴν φυλάξωσιν», Καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Γεώργιον Γεροθανάση, παρευρεθέντα ἐκεῖ· «Πήγαινε (εἶπε) λάβε διακοσίους ἀπὸ τοὺς ἀνδρείους στρατιώτας σου καὶ ἀνέλαβε τὴν φύλαξιν αὐτῆς τῆς θέσεως»· ἐσκεπάσθη ἔπειτα διὰ νὰ ἡσυχάσῃ καὶ νὰ κοιμηθῇ. Τὴν διαταγὴν ταύτην ὡς πηγάζουσαν ἀπὸ τὴν ἔξαψιν τοῦ θυμοῦ δὲν ἔκριναν εὔλογον νὰ τὴν βάλωσιν εἰς ἐνέργειαν οὔτε ὁ Βλαχόπουλος, οὔτε ὁ Γεώργιος Γεροθανάσης.

Τὴν στιγμὴν ταύτην Κρητικοί τινες καὶ Ὑδραῖοι προχωρήσαντες πρὸς τὸ μέρος τῶν Τούρκων ἠκροβολίζοντο, παρακινοῦντες τρόπον τινὰ τοὺς ἐχθροὺς εἰς ἀντίκρουσιν. Οἱ πλησιέστεροι τῶν Τούρκων ἔπεμψαν κατ’ αὐτῶν ἀνάλογον δύναμιν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ συνέρρεον κατ’ ὀλίγον πολλοὶ Ἕλληνες εἰς βοήθειαν τῶν πολεμούντων, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἔπεμψαν ὁμοίως καὶ ἄλλην βοήθειαν εἰς τοὺς ἐδικούς των. Τελευταῖον ὁ Νικήτας, ἐπιθυμῶν νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὸ ἀπροσδόκητον καὶ ἀπὸ τὴν προθυμίαν, τὴν ὁποίαν ἔβλεπεν εἰς τοὺς στρατιώτας, κατέβη εἰς τὸν τόπον τῆς μάχης μὲ τὴν σημαίαν του· τὸ ἴδιον ἔπραξαν καὶ οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοί, ὥστε ἡ μάχη ἐγένετο ἤδη σημαντική. Ὁ Νικήτας μάλιστα ἔκαμεν ἔφοδον κατά τινος ἐχθρικοῦ ὀχυρώματος· ἀλλὰ πρὶν δυνηθῶσι νὰ εἰσπηδήσωσιν εἰς αὐτό, πληγώνεται εἰς τὴν σιαγόνα αὐτός, πληγώνονται ταὐτοχρόνως καὶ ἄλλοι τινὲς ἀξιωματικοὶ καὶ ἱκανοὶ στρατιῶται, ὥστε εὑρέθησαν εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ὀπισθοδρομήσωσιν. Οἱ συνεχεῖς πυροβολισμοί, αἱ κραυγαὶ καὶ ὁ θόρυβος τῶν πολεμούντων ἔδωκαν αἰτίαν εἰς τὸν Καραϊσκάκην νὰ ἐρωτήσῃ τὸ γινόμενον. Ἐξῆλθε δὲ ἀμέσως καὶ ἀπὸ τὴν σκηνήν του διὰ νὰ ἰδῇ. Ἔγεινε δὲ τοῦτο καθ’ ἣν στιγμὴν ὠπισθοδρόμησαν οἱ Ἕλληνες. Ἰδὼν εἰς τὴν κατάστασιν ταύτην τὰ πράγματα, ἐθύμωσεν ἐναντίον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἄνευ διαταγῆς καὶ ἀσκέπτως ἐκίνησαν μάχην κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Ἐπιθυμῶν δὲ νὰ διορθώσῃ τὴν ἔλλειψιν τῶν Ἑλλήνων, διὰ νὰ μὴν ἀφήσῃ νὰ ταπεινωθῇ τὸ πνεῦμά των, καθ’ ἦν στιγμὴν μάλιστα ἑτοιμάζετο εἰς νέον καὶ μέγαν ἀγῶνα, πηδᾷ εἰς τὸν ἵππον του καὶ τρέχει ὁ ἴδιος κατὰ τῶν ἐχθρῶν, λαβὼν εἰς τὴν χεῖρά του ἓν γιαταγάνι ἀπό τινα τῶν παρατυχόντων [1].

Παραλαβὼν δὲ μεθ’ ἑαυτοῦ ὅσους τῶν ἱππέων ἢ ἐφίππων ἀξιωματικῶν ἀπήντησε καθ’ ὁδόν, διευθύνεται πρὸς τοὺς ἐχθροὺς παρακινῶν καὶ ἐνθαρρύνων τοὺς Ἕλληνας, ὅσους ἀπαντοῦσε καθ’ ὁδόν, καὶ ἐπιτυγχάνει νὰ τοὺς τρέψῃ εἰς φυγὴν καὶ νὰ τοὺς βιάσῃ νὰ κλεισθῶσιν εἰς τὰ πλησιέστερα ὀχυ-


  1. Τὸ γιαταγάνι λέγουν ὅτι ἦτον τοῦ Ἰωάννου Λογοθέτου ἀπὸ Βόνιτζαν.