Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/120

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
—112—
ΝΑΙΣ.
(ΕΚ ΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΣΕΝΙΕΡΟΥ).


Ὤ! δράμε, Χρόμι, σ’ ἀγαπῶ, εἶμ’ εὔμορφη καὶ νέα,
Εἶμαι ὡς Ἄρτεμις σεμνὴ, ὡς Ἄρτεμις ἀκμαία.
Καὶ ὅταν τὰ προσέσπερα, ἐμπρὸς εἰς τοὺς ποιμένας
Περνῶ μὲ κόμην ἄπλεκτον καὶ μὲ γυμνὰς ὠλένας,
Ἂν εἶναι ἡ Ναΐς θνητὴ ὡς τὰς λοιπὰς διστάζουν,
Μὲ ἀτενίζουν φεύγουσαν, καὶ, ὣ τί κάλλος! κράζουν.
Εἰς θάλασσαν νὰ μὴ ἐμβῇς ποτὲ, ὡραία κόρη,
Μὴ εἰς θεὰν μεταβληθῇς, καὶ οἱ θαλασσοπόροι
Ἐπικαλοῦνται, βλέποντες τὴν μαύρην καταιγίδα,
Καὶ τὴν λευκὴν Γαλάτειαν καὶ τὴν λευκὴν Ναΐδα.


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΜΑΔΡΥΑΣ.


Χίλιοι τὴν χλοεράν μου κόμην ὕβρισαν χειμῶνες,
Ἀλλ’ ὡς ἔαρ μειδιάσῃ, πάλιν φύονται οἱ κλῶνες,
Πάλιν θάλλω.
Τὰ δὲ πρῶτά μου ἀπέχουν ἀπὸ τὰ παρόντα ἔτη
Τόσον, ὥστε μὲν γνωρίζω μία κ’ ἡ αὐτὴ εἶμ’ ἔτι,
Ἢ ὂν ἄλλο.