Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1886).djvu/144

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΚΩΝΣΤ. Φ. ΣΚΟΚΟΥ

ΦΛΥΑΡΙΑ

Α

Ἐχάθη τὸ ἰδανικόν· ὁ Φοῖβος πάει, πάει·
Τὸ πεζικὸν τὸν ἔφαγε κ' ἡ γλῶσσα σου, Μανώλη·
Λύρα κατάχλωμος κρατεῖ κι' αὐτιὰ ψωμοζητάει,
Μὰ φεύγουν — σὰν σὲ δράματα Ἀντωνιάδου — ὅλοι.
Κ' ἡ Μούσαις; — μακαρία τους, εὐλογημένη ὥρα·—
Ἀφοῦ τὰ πάντα ἔψαλλαν κι' αὐταῖς ταῖς ψάλλουν τώρα·
Ψάλτης εἰς τὸ κεφάλι τους «Δεῦτε εἰς ὅλους κράζει,
Τὸν τελευταῖον ἀσπασμὸν» πλὴν ἄδικα βραχνειάζει.
Ἀφίληταις πηγαίνουνε ὡσὰν Μιστριώτου στόμα....
Λίγο καιρὸν ὁ Παρνασσὸς θὰ καμαρώνῃ ἀκόμα·
Σιδηροδρόμους ἡ ψηλαίς κορφαίς του θὰ ἰδοῦνε,
Κάρα με λειβαδίτικα μπαμπάσκια νὰ περνοῦνε...
Τὰ ἴδια καὶ ὁ Ἑλικὼν νὰ πάθῃ δὲν θ' ἀργήσῃ·
Χρηματιστήριον κ' ἐκεῖ κανείς μας θενὰ κτίσῃ!
Τὰ πάντ' ἀλλάζουν καὶ περνοῦν· ἔτσι τὸ θέλ' ἡ μοῖρα·
Ὅταν ἡ λίρα τραγουδεῖ, βουβαίνεται ἡ λύρα...
Ἔ, καὶ νά ἐβουβαίνετο, μωρὲ παιδιά καϋμένα,
Καὶ τοῦ Δεμάθα ἡ ψευτιὰ καὶ τοῦ Γιαννάκ' ἡ πέννα!

Β

Ἐχάθη τὸ ἰδανικὸν εἰς τοὺς σοφούς μας χρόνους,
Ὁ κόσμος με τὸν Πήγασσο δὲν σπέρνει στὸν αἰθέρα
Καὶ μὲ τὰ ποδαράκιά του βαδίζει ἢ μὲ ὄνους...
Πλὴν βάζει στά καπούλια τους σιτάρι, ὄχι ἀγέρα.
Φῶς ἐπιστήμης ἔλαμψεν· ὁ κόσμος ἐλυτρώθη
Ἀπὸ τῆς Μούσας τὴ γενιά καὶ τὰ φρενοκομεῖα·
Ἀπὸ προλήψεις καὶ θεὸ καὶ ῥάσα ἐλευθερώθη·
Πάει ὃ Γέρο - Σαβαώθ νὰ βρῇ τὸ Γέρο Δία!
Ἐμούχλιαζε τὸ φάντασμα στὸν ἄφαντό του θρόνο·
Τ' ἄλλαξε ὅλα ὁ συρμὸς ἔξω ἀπ' ἐκεῖνον μόνo·


144