Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/88

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
83
ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

οἱ κάµποι ἐπρασινίζανε, τὰ πλάγια κοκκινίζαν·
ἄρχισε νὰ τοὺς διαµετράῃ, διαμετρημοὺς δὲν εἶχαν.
Νὰ πάῃ πίσω ντρέπεται, νὰ πάγῃ ἐμπρὸς φοβᾶται.
Σκύβει φιλεῖ τὸ μαῦρο του, στέκει καὶ τὸν ῥωτάει.
«Δύνεσαι, μαῦρε μ’, δύνεσαι ’ς τὸ γαἷμα γιὰ νὰ πλέξῃς;
Δύνομαι ἀφέντη, δύνομαι ’ς τὸ γαἷμα γιὰ νὰ πλέξω,
κι’ ὅσους θὰ κόψῃ τὸ σπαθὶ τόσους θενὰ πατήσω.
Μόν’ δέσε τὸ κεφάλι σου μ’ ἕνα χρυσὸ μαντῆλι,
μὴν τύχῃ λάκκος καὶ ῥηχτῶ καὶ πέσῃς ἀπ’ τὴ ζάλη.
Σαΐτταις µου ἀλεξαντριναῖς, καμιὰ νὰ μὴ λυγίσῃ,
καὶ σὺ σπαθί µου διμισκί, νὰ μὴν ἀποστομώσῃς.
Βόηθα μ’ εὐχὴ τῆς µάννας µου καὶ τοῦ γονιοῦ µου βλόγια,
εὐχὴ τοῦ πρώτου μ’ ἀδερφοῦ, εὐχὴ καὶ τοῦ στερνοῦ µου.
Μαῦρε µου, ἄιντε νὰ μποῦμε, κι’ ὅπου ὁ Θεὸς τὰ βγάλῃ!»

’Σ τά ἔμπα του μπῆκε σὰν ἀιτός, ’ς τὰ ξέβγα σὰν πετρίτης·
’ς τά ἔμπα του χίλιους ἔκοψε, ’ς τὰ ξέβγα δυὸ χιλιάδες,
καὶ ’ς τὸ καλὸ τὸ γύρισµα κανένα δὲν ἀφήνει.
Πῆρε τ' Ἀλέξη τὰ παιδιά, τοῦ Κώστα τὴ γυναῖκα,
καὶ τὸ μικρὸ Βλαχόπουλο τὴν ἀρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ὁ μαῦρος του καὶ πίσω του τοὺς παίρνει.

’Στὸ δρόμο νὀποῦ πήγαινε σέρνει φωνὴ περίσσα.
«Ποῦ εἶσαι ἀδερφέ µου Κωσταντᾶ κι’ Ἀλέξη ἀντρεϊωμένε;
ἂν εἶστε ἐμπρός µου φύγετε κι’ ὀπίσω µου κρυφτῆτε,
τί θόλωσαν τὰ μάτια µου, µπροστά µου δὲ σᾶς βλέπω,
καὶ τὸ σπαθί µου ἐρράγισε, κόβοντας τὰ κεφάλια,
κι’ ὁ μαῦρος λιγοκάρδισε πατῶντας τὰ κουφάρια.»


Στ. 2. καστροπολεμίτης ὁ διακρινόµενος εἰς πολιορκία» κάστρων. Στ.8. τάβλα = τράπεζα. Στ. 17. βίγλα = σκοπιά. βιγλίζω = παρατηρῶ ἀπὸ τῆς σκοπιᾶς. Στ. 26. πλέξῃς = πλεύσῃς. Στ. 33. βλόγια = εὐλογία. Στ. 34. στερνοῦ τοῦ νεωτάτου. Στ. 36. ἔμπα = εἴσοδος. ξέβγα = ἔξοδος.