Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/39

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
34
ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
23
ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΣΑΒΟΥ
[Ἡ μεγαλοπρεπὴς εἰκὼν τῆς ἔριδος τῶν βουνῶν εἴς τινα ᾄσματα σκοπὸν ἔχει νὰ παραστήσῃ τὴν ὑπεροχὴν ἑνὸς βουνοῦ τόπου τινὸς ὑπὲρ ἄλλα. Εἰς κρητικὰ ἀναγνωρίζεται τὸ μέγεθος τοῦ Σφακιανοῦ, εἰς καρπαθιακὰ ἡ προτίµησις δίδεται εἰς τὸ Καλόλιμνον, τὸ ὑψηλότερον ὄρος τῆς νήσου, ποῦ ἔχει νερὰ κρυσταλλωτὰ καὶ διατηρεῖ τὰ χιόνια μέχρι τοῦ Ἰουνίου, ποῦ ἔχει ἀγρίμια διὰ κυνῆγι, καὶ βοσκὰς διὰ τὰ ποίµνια καὶ βότανα ἰαματικά. Εἰς τὸ ᾄσμα δ’ ὅμως τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Ὄσσης μὲ πολλὴν πρωτοτυπίαν τὸ πλάσµα τῆς ἔριδος χρησιμεύει πρὸς ποιητικὴν ἐξύμνησιν τῆς Κλεφτουριᾶς.
 Εἴς τινας παραλλαγὰς ἡ δύναμις τοῦ ᾄσματος ἐξησθένισε διὰ τοῦ συμφυρμοῦ πρὸς ἄλλο ᾄσμα, τὸ τοῦ ὀρνέου, τοῦ φέροντος εἰς τοὺς ὄνυχάς του κεφαλὴν ἁμαρτωλοῦ. Τὸ ᾄσμα τοῦ Ὀλύμπου τὸν βασανιζόμενον ἁμαρτωλὸν λέγει κλέφτην τοῦ Ὀλύμπου καὶ ἁρματωλὸν τῆς Ἠπείρου, καὶ ἴσως ἕνεκα τούτου παρεπλανήθησαν πολλοί, καὶ μεταξὺ αὐτῶν ἐπιφανεῖς κριτικοί, (ὡς ὁ Fauriel, ὁ Γάλλος ἱστοριογράφος J. Μichelet, ὁ Tomasseo καὶ αὐτὸς πιθανῶς ὁ δαιµόνιος Göthe, ὁ µεταφράσας γερμανιστὶ τὴν παραλλαγὴν ταύτην), ὥστε νὰ διαγνώσωσι βαθείας ἰδέας, ὡς ἐγκρυπτομένας ἐν τῷ δευτέρῳ μέρει τοῦ ᾄσµατος, καὶ νὰ λάβωσι στρεβλὴν ἀντίληψιν τῆς καθόλου ἐννοίας αὐτοῦ. «Ἀπὸ ὅλα τὰ κλέφτικα τραγούδια τῆς συλλογῆς µου, λέγει ὁ Φωριέλ, προέχει τοῦτο προπάντων εἰς ἀγρίαν εὐτολμίαν τῆς ἐπινοήσεως, ῥαγδαίαν φορὰν τῆς φαντασίας καὶ ἰσχυρὰν ἁπλότητα τῆς ἐκφράσεως, τὰς χαρακτηριστικὰς δηλαδὴ ἀρετὰς πάντων κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον τῶν τοιούτων ᾀσμάτων. Ὁ ἀληθῆς σκοπὸς τοῦ ᾄσματος εἶναι ὁ ἔπαινος ἀγνώστου τινὸς θεσσαλοῦ κλέφτου, θανόντος ἐν πολέμῳ. Ἡ δ’ ἔρις τῶν βουνῶν, τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Ὄσσης, καίπερ καu’ ἑαυτὴν ἔξοχος, οὐδὲν ἄλλο κατ’ ἁλήθειαν εἶναι εἰμὴ πάρεργον πρόσθεµα, πλαίσιον τρόπον τινά, κατάλληλον, ὅπως λαµπρότερον καὶ περιφανέστερον ἐξάρῃ τὴν εἰκόνα καὶ τὸ ἐγκώμιον τοῦ πεσόντος πολεμιστοῦ».
 Ἀλλ’ ἐν καρπαθιακῇ παρολλαγῇ ἡ κεφαλή, τὴν ὁποίαν ἐν κορυφῇ τοῦ ὄρους σπαράσσει διὰ τῶν ὀνύχων µέγας γύψ, εἶναι ἡ τοῦ ἀδίκου προεστοῦ τῆς χώρας, τοῦ καταδυναστεύοντος τοὺς πτωχούς, τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανὰ καὶ ἀποκεφαλισθέντος ὑπὸ τῆς δικαιοσύνης τοῦ βασιλέως. Συνάπτεται δ’ ἐπίσης χαλαρῶς τὸ δεύτερον τοῦτο ᾆσμα πρὸς τὸ τῆς ἔριδος τῶν βουνῶν, ὡς καὶ πρὸς τὸ τοῦ θανάτου τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτη, τοῦ ὁποίου παραλλαγή τις περιλαμβάνει ὁμοίως τὸ αὐτὸ ἐπεισόδιον τοῦ ὀρνέου μὲ τὴν κεφαλήν.]


Ὁ Ὄλυμπος κι’ ὁ Κίσαβος, τὰ δυὸ βουνὰ μαλώνουν,
τὸ ποιὸ νὰ ῥήξῃ τὴ βροχή, τὸ ποιὸ νὰ ῥήξῃ χιόνι.
Ὁ Κίσαβος ῥήχνει βροχὴ κι’ ὁ Ὄλυμπος τὸ χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ὁ Ὄλυμπος καὶ λέγει τοῦ Κισάβου.
«Μὴ μὲ µαλώνῃς, Κίσαβε, μπρὲ τουρκοπατηµένε,
ποῦ σὲ πατάει ἡ Κονιαριὰ κ’ οἱ Λαρσινοὶ ἀγᾶδες.