Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλὰ ’ς τὴ Χαλκουμάτα,
τό να τηράει τὴ Λιβαδιὰ καὶ τἄλλο τὸ Ζιτοῦνι,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο µοιριολογάει καὶ λέει.
«Πολλὴ µαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σὰν καλιακοῦδα.
Μὴν ὁ Καλύβας ἔρχεται, μὴν ὁ Λεβεντογιάννης,
—Νοὐδ’ ὁ Καλύβας ἔρχεται, νοὐδ’ ὁ Λεβεντογιάννης,
Ὀμὲρ Βρυόνης πλάκωσε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες.»
Ὁ Διᾶκος σὰν τ’ ἀγροίκησε, πολὺ τοῦ κακοφάνη.
Ψιλὴ φωνὴ νἐσήκωσε, τὸν πρῶτο του φωνάζει.
«Τὸν ταϊφά µου σύναξε, μάσε τὰ παλληκάρια,
δῶσ’ τοὺς μπαρούτη περισσὴ καὶ βόλια μὲ τοῖς χούφταις,
γλήγορα καὶ νὰ πιάσουµε κάτω ’ς τὴν Ἀλαμάνα,
ποῦ ναι ταμπούρια δυνατὰ κι’ ὄμορφα µετερίζια».
Παίρνουνε τἀλαφρὰ σπαθιὰ καὶ τὰ βαριὰ τουφέκια,
’ς τὴν Ἀλαμάνα φτάνουνε καὶ πιάνουν τὰ ταµπούρια.
«Καρδιά, παιδιά µου, φώναξε, παιδιά, μὴ φοβηθῆτε,
σταθῆτε ἀντρειὰ σὰν Ἕλληνες καὶ σὰ Γραικοὶ σταθῆτε».
Ψιλὴ βροχοῦλα νἔπιασε κ’ ἕνα κομμάτι ἀντάρα,
τρία γιουρούσια νἔκαµαν τὰ τρία ἀράδα ἀράδα.
Ἔμεινε ὁ Διᾶκος ’ς τὴ φωτιὰ μὲ δεκοχτὼ λεβένταις.
Τρεῖς ὥραις ἐπολέμαε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες.
Βουλῶσαν τὰ κουμπούρια του κι’ ἀνάψαν τὰ τουφέκια,
κι’ ὁ Διᾶκος ἐξεσπάθωσε καὶ ’ς τὴ φωτιὰ χουμάει,
ξῆντα ταμπούρια χάλασε κ’ ἑφτὰ μπουλουκμπασίδες.
Καὶ τὸ σπαθί του κόπηκε ἀνάμεσα ἀπ’ τὴ χοῦφτα
καὶ ζωντανὸ τὸν ἔπιασαν καὶ ’ς τὸν πασᾶ τὸν πάνουν,
χίλιοι τὸν πὰν ἀπὸ μπροστὰ καὶ χίλιοι ἀπὸ κατόπι.
Κι’ ὁ Ὀμὲρ Βρυόνης μυστικὰ ’ς τὸ δρόµο τὸν ἐρώτα.
«Γίνεσαι Τοῦρκος, Διᾶκο µου, τὴν πίστη σου ν’ ἀλλάξης,
νὰ προσκυνήσῃς ’ς τὸ τζαµί, τὴν ἐκκλησιὰ ν’ ἀφήσῃς;»
Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/21
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
16
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
11
ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
(24 Ἀπριλίου 1821)