Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/100

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
95
ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Ἐγὼ τοῦ βασιλιῶς παιδί, τοῦ βασιλιῶς ἀγγόνι,
καὶ τώρα μὲ κατάντησες νὰ µείνω μὲ τοῖς σκλάβαις!
Μὴν πλήσσῃς, ἀξαδέρφη µου, καὶ µένεις μὲ τοῖς δούλαις.
Ἐγὼ τοῦ βασιλιῶς παιδί, τοῦ βασιλιῶς ἀγγόνι,
καὶ τώρα μὲ κατάντησες νὰ μείνω μὲ τοῖς δούλαις!
Μην πλήσσῃς, ἀξαδέρφη μου, καὶ μένεις μὲ τοῖς ντάνταις.
Ἐγὼ τοῦ βασιλιῶς παιδί, τοῦ βασιλιῶς ἀγγόνι,
καὶ τώρα μὲ κατάντησες νὰ μείνω μὲ τοῖς ντάνταις!
Μὴν πλήσσῃς, ἀξαδέρφη µου, καὶ µένεις μὲ τοῖς βάγιαις.
Εγὼ τοῦ βασιλιῶς παιδί, τοῦ βασιλιῶς ἀγγόνι,
καὶ τώρα μὲ κατάντησες νὰ μείνω μὲ τοῖς βάγιαις!
Μὴν πλήσσῃς, ἀξαδέρφη µου, καὶ µένομε τὰ δυό µας.
Ἀνάψτε, βάγιαις τὰ κηριά, μουνοῦχοι, τοῖς λαµπάδες,
καὶ στρώσετε τὴν κλίνῃ µου τὴ λινομέταξή µου.
Βάλετε στρῶμα νἀργυρό, στρῶμα µαλαµατένιο,
βάλετε τὰ παπλώματα, τὰ ὑφάναν Ἀνερᾶδες
καὶ τὰ ὑφαδιοπλουμίσασι τοῦ Δράκοντα οἱ κόραις,
καὶ στρῶστε πάτους βασιλκό, καὶ πάτους µαντζουράνα,
καὶ πάτους δεντρολίβανο νὰ κοιμηθοῦμε ἀντάμα.»
Ὁλονυχτὶς κοιμούντανε σὰν δυὸ γλυκὰ ἀδερφάκια,
καὶ πρὸς τὰ ξηµερώματα σὰν τἄγρῖα πουλάκια.

Σὰν ἔφεξε, ξηµέρωσε, σὰν ἦρθε ἡ ἄλλη ἡ νύχτα,
«Μάννα ἄνοιξε τοῖς πόρταις σου καὶ δέσε τὰ θηριά σου,
γιατὶ θὲ νά ρθῃ ἡ νύφη σου, θὲ νά ρθῃ ἡ µαυρομάτα.
Ὀλίγος ὕπνος μ’ ἔπιασε καὶ πάω γιὰ νὰ πλαγιάσω,
κι’ ὄντας θὲ νά ρθῃ ἡ νύφη σου, νὰ ρθῇς νὰ μὲ ξυπνήσῃς.
Σύρε, παιδί µου, πλάγιασε κ’ ἐγὼ θὰ καρτερέσω,
κι’ ὄντας θὲ νά ρθῃ ἡ νύφη µου θὰ ρθῶ νὰ σὲ ξυπνήσω.»
Κ’ ἐκείνη ἡ σκύλα ἡ ἄνομη δὲν ἔκαμε ὅπως εἶπε,
μόν’ ἔκλεισε τὴν πόρτα᾽της κ’ ἔλυσε τὰ θεριά της,
κ’ ἔβαλε ὀμπρὸς ’ς τὴ ῥοῦγα της γοῦρνα φαρµακωμένη.

Ἐπλάγιασε ἡ Λιογέννητη ’ς τὴ ἀργυρή της κλίνη.
Σὰν ἦρθαν τὰ µεσάνυχτα, τὴ σκότισαν τὰ μάγια.
«Μώρ’ βάγιαις µου, μώρ’ ντάνταις µου, μώρ’ σκλάβαις τοῦ πατρός µου,
ἀνάψτε πράσινα κηριὰ καὶ κόκκιναις λαμπάδες,
τὶ ἐσήμανε ἡ Παντάνασσα, νὰ πάω νὰ προσκυνήσω.