καὶ ὁ Νίτσε ὁ διονυσιάζων, «ὁ βεβαιὼν» ὁ δημιουργὸς «βεβαιώσεων» καὶ ἀξιῶν. Καὶ ὅμως, ὁ πρῶτος, εἶνε ἁπλῆ προπαρασκευὴ τοῦ δεύτερου. Καὶ ἡ ἄρνησι δὲν ὑπάρχει παρὰ ὡς βοήθημα, ὡς κίνητρον διὰ τὴν «βεβαίωσι». Ὁ Νίτσε κατέρχεται μὲ τόση σκληρότητα στὴν ἄβυσσο τῆς ἠθικῆς ἀθλιότητας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, χωρὶς νὰ τρομάζει ἀπὸ τὸν ἴλιγγο τῆς καταστροφῆς—διότι ἔχει τὴν ἐπίγνωσιν τῶν δημιουργικῶν δυνάμεων ποῦ κλείει μέσα του. Γνωρίζει ὅτι μὲ ὅμοιαν ὁρμὴ — καὶ μὲ ποίαν μέθη! — θ’ ἀνέβει ὁρμητικὰ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ἀβύσσου πρὸς τὴν ἡλιόλουστη κορυφή. Πρὸς τὴν κορυφὴ τῆς ἀποδοχῆς τῶν πραγμάτων, τῆς διονυσιακῆς, τῆς λυρικῆς, ἀναδημιουργίας τῶν πραγμάτων, ποῦ ἐπιτυχαίνεται μόνον ἀπὸ ψυχὴ παρθενικιά:
«Θέλω νὰ ἀσκοῦμαι, κάθε μέρα, νὰ βλέπω σὲ κάθε τι, μιὰν ὠμορφιά, τὸ ἀναγκαῖον—ἔτσι θὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ ὅσους καθιστοῦν ὤμορφα τα πράγματα, Amor fati: αὐτὸ ἂς εἶνε, ἀπὸ τώρα, ἡ ἀγάπη μου!»
Τὰ «Διονυσιακὰ Ποιήματα» ἐσχεδιάσθηκαν στὸ 1884. Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1888, τὴν ἐποχὴ ποῦ οἱ πρόδρομοι τοῦ πνευματικοῦ θανάτου κλονίζουν μὲ νέον πυρετὸ καὶ ὀξεῖαν ἔξαρσι τὴν ἑτοιμοθάνατη σκέψι του, ὁ ποιητὴς-φιλόσοφος ἀναθεωρεῖ καὶ συμπληρώνει τὰ ὀλίγα αὐτὰ ποιήματα.
Καὶ οἱ στίχοι, ποῦ εἶνε σἂν εἶδος αὐτοβιογραφίας καὶ ποῦ ἀνιστοροῦν τὸν ἁγνώτερο ἀντίκτυπο τῆς κολοσσαίας ἠθικῆς μεταρρύθμισης, σ’ αὐτὴν τὴν ἴδιαν ὕπαρξη τοῦ φιλοσόφου, ριγοῦν ἀπὸ προαισθήσεις τῆς καταστροφῆς:
Ἑσπέρα τῆς ζωῆς μου!
Ὁ ἥλιος βασιλεύει.
Χωρισμένα τὰ ποιήματα ἀπὸ τὸ ὅλον ἔργο, ἀπὸ τὴν πλούσια ἀλλ’ εἰδικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, χάνουν