λυγίζει τὸ λαιμὸ γιὰ χλεύη πάντα καθαρότερη—
ἀπὸ ἀνυπομονησία ἕνα φίδι ἀνορθωμένο·
αὐτὸ τὸ σῆμα ἐγὼ στήλωσα ἐμπρός μου.
Ἐτούτη ἡ φλόγα ἡ ἴδια μου ἡ ψυχὴ εἶναι·
ἀχόρταστη γιὰ νέα ἀπόμακρα
ἀπάνου, ἀπάνου ξεχειλᾶ τὸ ἥσυχο της φέγγος.
Ὁ Ζαρατούστρας τί ἔφευγε μπρὸς σὲ θεριὰ κι ἀνθρώπους;
Τί ξάφνου ἐλιποτάχτησεν ἀπ’ ὅλες τὶς στεριές;
ὣς τόρα ἕξη μοναξιὲς γνωρίζει,—
μὰ ἡ ἴδια ἡ θάλασσα ἀρκετὰ δὲν τοῦ εἴταν ἔρημη,
τὸν ἄφισε νἀνέβει τὸ νησί,
ἀπάνου στὸ βουνὸ φωτιὰ νἀνάψει,
σὲ μιὰν ἕβδομη μοναξιά
ρίχνει τὸ ἀγκίστρι του ψηλὰ ζητῶντας τόρα.
Καράβια πλανημένα! Χάρβαλα ἀστεριῶν παλιῶν!
Σεῖς θάλασσες τοῦ μέλλοντος! Οὐράνια ἀνεξερεύνητα!
σὅλους τοὺς μοναχοὺς ἐγὼ, τόρα τὸ ἀγκίστρι ρίχνω·
ὤ, στὴν ἀνυπομονησία τῆς φλόγας ἀπαντεῖστε,
συλλάβετέ μου, τοῦ ψαρρᾶ στὰ ψηλὰ βουνὰ ἀπάνου,
τὴν ἕβδομή μου τὴ στερνή μου μοναξιά!