Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/128

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 122 —

τεῖ καὶ πάλιν νὰ εἰσπηδήσῃ εἰς τά… εἰς τὴν… (ὁ φίλος μου δὲν εὕρισκε τὴν λέξιν) ὡς λύκος, μ’ ἐννόησες, αἱμοβόρος…

Τὸν διέκοψα.

— Καὶ ἡ δουλιὲς πῶς πᾶνε, Σοφοκλῆ;

— Λαμπρά! ἂν καὶ τὰς ἀμέλησα ὀλίγον ἕνεκα τῆς πολιτικῆς. Ἔχω ὅμως αὐτήν, ἔχω ἐκείνην, ἔχω μίαν ἄλλην… Καὶ μοῦ ἔδωκε διαφόρους λεπτομερείας περὶ αὐτῶν, ὡς ὁσονούπω περατουμένων, προσθέσας ἐν τέλει — Μίαν ἄλλην ὥραν τὰ λέμε καλλίτερα. Καὶ ἀλλάξας ἀποτόμως θέμα, ἐχώθη εἰς ἕνα πολιτικὸν λαβύρινθον ἀδιέξοδον, εἰς τὸν ὁποῖον μὲ παρέσυρεν ἀκουσίως μου καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶδα κ’ ἔπαθα νά γλυτώσῳ.

Ἦτον πολὺ ἀργὰ ὅταν ἐχωρίσθημεν.

Τὸν ἀπαντῶ καὶ τώρα ἐνίοτε, δὲν ἔχωμεν ὅμως τὰς πρώτας στενὰς σχέσεις. Βαδίζει εὐθυτενής, ἀξιοπρεπής, μὲ τὸ στερεότυπον μειδίαμα ἐπὶ τῶν ὠχρῶν του χειλέων, μὲ τὰς χείρας εἰς τὰ θυλάκια τῆς οἰκτρᾶς του περισκελίδος, μὲ κενόν, πιθανῶς τὸν στόμαχον, ἀλλὰ μὲ γεμάτην βεβαίως τὴν κεφαλὴν ἀπὸ σχέδια.