Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/421

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.



Δ΄.


Ἁπανταχοῦ ἐκτείνονται εἰς τὴν κοιλάδα σκότη·
Ἐσίγησαν τὰ κύμβαλα καὶ τ’ ᾄσματα κ’ οἱ κρότοι,
Κ’ ἐδῶ κ’ ἐκεῖ σπαρμένα,
Πυρὰ ἡμισβεσμένα
Ἐμφαίνουν ἀπροφύλακτον τὸν ὕπνον τοῦ στρατοῦ·
Ὁ ὕπνος συνεχώνευσε τὴν τύρβην τὴν προτοῦ.

Πλὴν τίνες ἄντικρυ σκιαὶ σαλεύουν εἰς τὰ δάση;
Ἄκριτος ποία ταραχὴ τὸ φύλλωμα ταράσσει;
Ἀκούω κοῦφα βήματα,
Σπαθία καὶ τουφέκια παντοῦ φεγγοβολοῦν,
Καὶ μὲ χρυσᾶ ἐνδύματα
Ὁπλῖται πρὸς τοῦ ῥύακος τὴν ὄχθην ῥοβολοῦν.

Ὅπου χωρίζουν τὸ βουνὸν καὶ τὴν κοιλάδα βράχοι,
Ἐκεῖ ὁμοῦ συνέρχονται γενναῖοι νυκτομάχοι,
Καὶ μένουν πυκνωμένοι.
Τὸ σκότος τὸ βαθὺ
Ὁ Μάρκος διαβαίνει,
Καὶ τοὺς μοιράζει σύνθημα, Σκοτάδι καὶ Σπαθί.