Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/413

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

—Τὴν νύκτα ταύτην, φίλοι μου,
Μόλις κρυφθ’ ἡ σελήνη,
Ὅπου στρατοπεδεύονται
Τὰ χριστομάχα κτήνη
Ἐγὼ μὲ τοὺς ὀλίγους μου
Θ’ ἀρχίσω τὴν σφαγήν.

Ἐκ δεξιῶν φλεγόμενοι
Θ’ ἀντιλαλοῦν οἱ βράχοι·
Ἀριστερᾷ σεῖς ἕτοιμοι,
Χυθῆτε νυκτομάχοι,
Ν’ ἀνάψ’ ἡ γῆ νὰ καίεται,
Οἱ λόγγοι νὰ σεισθοῦν.—

Αὐτὰ μὲ στόμα πύρινον
Ὡμίλησε κ’ ἐστάθη.
Ὁ λόγος του ἐμάλαξε
Τῶν στρατηγῶν τὰ πάθη
Καὶ πάντες ἤδ’ ἠγείροντο
Τὸν Μάρκον ν’ ἀσπασθοῦν.

Εἷς ἐξ αὐτῶν, ὑπέργηρως
Ἀλλ’ εὔρωστος ἀκόμα,
—Μὴ κυνηγῇς, ὦ Βότσαρη,
Εἶπε μ’ ὀργίλον στόμα,
Μὴ κυνηγῇς ἀδύνατα
Φαντάσματα τιμῆς.