Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
Μετὰ πομπῆς ἐπέρασε
Τὰ χάσματα τῶν βράχων,
Κ’ ἕνα δὲν εἶδεν ἕλληνα
Ἀκόμη τουρκομάχον,
Καὶ πούποτε δὲν ἤκουσε
Τὸ βόλι νὰ λαλῇ.
Του Βελουχίου ἄντικρυ,
Εἰς ἄλλου ὄρους νῶτα,
Ὁ ἥλιος διέχυνε
Τὰ δύοντά του φῶτα
Καὶ φλογερὸς κατέβαινεν
Απὸ τὸν οὐρανόν.
Μυστηριώδης ἔλαμπεν
Ὁ πύρινος ὁρίζων,
Κ’ εἰς κλάδους ἐξαρτώμενα
Πλατάνων βαθυῤῥίζων,
Ὅπλα χρυσᾶ διέλαμπον
Καθ’ ὅλον τὸ βουνόν.
Εἰς τὴν σκιὰν καθήμενοι
Οἱ πρῶτοι τῶν ἑλλήνων,
Ἐλογομάχουν ἄβουλοι,
Κ’ ἡ θέα τῶν κινδύνων
Τὴν φλογερὰν δὲν ἔπαυε
Τῆς ἔριδος ὁρμήν.