Ἐκεῖ πέρα, στὴν ἀράδα,
Χίλιοι, χίλιοι πλημμυρίζουν
Τὴν ἀπέραντη κοιλάδα,
Καὶ πρὶν φθάσουν στὸ σκοπὸ
Ῥίχνουν βέλη ὁποῦ συρίζουν
Φτερωμένα ἀπὸ θυμό.
Ἡ τουρκιὰ, πρὶν φθάσῃ ἀκόμα,
Τὰ χορτάρια μὲ αἷμα βάφει,
Καὶ πολλοὶ δαγκᾷν τὸ χῶμα
Καὶ ἀπομένουν κατὰ γῆς,
Σὰν καρποὶ ποῦ στὸ χωράφι
Δρεπανίζει ὁ θεριστής.
Καὶ ἂν τὸ φρούριο χύνει κάτου
Πέτρες, βέλη, φλόγες, πίσσα,
Τὸ χαλάζι τοῦ θανάτου
Τοὺς ἀπίστους δὲν κρατεῖ,
Ἀνεβαίνουνε μὲ λύσσα,
Εἰς τοὺς τοίχους μαζωχτοί.
Σὲ ἀγκαλιὰ φαρμακωμένη
Ἄλλοι πιάνονται καὶ ἱδρόνουν,
Ἄλλοι πέφτουν γυρισμένοι
Μὲ τὴν σκάλα τους μαζῆ,
Καὶ ἀπὸ πάνου τοὺς πλακόνουν
Ὅσοι ἐκύλισαν νεκροί.