ΔΕΝ μετριοῦνται οἱ ἁρματωμένοι,
Οὐδὲ τὰ ἄλογα ἐκεῖ κάτου·
Ὁ Μεχμέτης ποῦ προβαίνει
Καὶ τὴν Πόλη τριγυρνᾷ,
Στέλνει μήνυμα θανάτου,—
«Ἢ τὴν μάχη ἢ τὰ κλειδιά.»
—Εἰς τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου
Σᾶς προσμένω, τοῦρκοι, ἐλᾶτε,
Βροντερὴ τοῦ Κωνσταντίνου
Ἀποκρίνεται ἡ φωνή,
Τὲς φοβέρες δὲν φοβᾶται
Ὅποιος ζώνεται σπαθί.—
Σὰν αὐτὸς ποῦ ἀπὸ μανία
Καὶ ἀπ’ ὀργὴ τὸν νοῦ του χάνει,
Τὴν περήφανη ὁμιλία
Ὁ Μεχμέτης ἀγροικᾷ,
Καὶ τὲς σάρκες του δαγκάνει,
Καὶ τὰ γένεια του τραβᾷ.