Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/12

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
10

πνοῆς σου τὸν λίβαν συντρίβομαι, ἀλλ’ ἀνεγείρω καλλίμορφον τὴν ζηλευμένην του προτομήν.

Ἐλθὲ νὰ ῥἱψης τέφραν ἐπὶ τῆς κόμης μου, ὠρφανευμένη Φιλία! Σὺ μ’ ἐδαψίλευσες πρῶτον — εἰς χείλη μνήματος προσφιλοῦς — τὴν πικροδάφνην τοῦ λόγου· Σὺ θάῤῥυνε καὶ ἤδη τὴν γλῶσσάν μου, διὰ νὰ ῥεύση πύρινος ἡ ἀλγηδὼν τῆς ψυχῆς μου, νὰ στάξῃ καυστικὸν τὸ τελευταῖόν μου δάκρυ, καὶ εἰς ἕνα σβυνόμενος στεναγμὸν, ὡς ὕμνος νὰ ἐκπνεύσω εἰς τὴν Φιλίαν…

Μακρὰν ἐμοῦ, μακρὰν ἡ τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἐπιστήμη, ἡ νόθος αὕτη ἀδελφὴ τοῦ Ἐλέους, ἡ Κίρκη ἡ ἀχάριστος πρὸς τοὺς ἰδίους της λειτουργοὺς καὶ ἡ προδότρια τῆς ὀδύνης. Μακράν· εἰς τὴν φιλίαν ἀνήκει νὰ κλαύσῃ ὅ,τι ἡ ἐπιστήμη προδίδει, καὶ εἰς τὸ χῶμα τοῦ μνήματος ἓν ἄνθος νὰ βλαστήσῃ ἀκόμη. — Ἑστιὰς πένθους ἡ Μοῦσά μου, τηρεῖ ἀκοίμητον τὸ πῦρ τῆς ὀδύνης, καὶ μάρτυρας φιλτάτους πενθοῦσα τοὺς φέρει εἰς τὸ πάνθεον τοῦ Θανάτου.

Μὲ πυρετὸν ἀγάπης καὶ τρὸμου ἄφετε ν’ ἀσπασθῶ τὸ φέρετρον τοῦτο, καὶ εἰς τὴν ὄψιν τοῦ Βάρδου μου ἀτενίζων, νὰ τοῦ ἐπιβραδύνω τὴν πτῆσιν, νὰ τοῦ διευθετήσω τὴν καλλιστέφανον δάφνην, νὰ τοῦ πραΰνω τοὺς ζῶντας σπαραγμοὺς τῆς καρδίας, καὶ μ’ ἕνα φίλημα ψυχῆς ἀποῤῥοφῶν τοὺς χαρακτῆράς του ὅλους, νὰ τοὺς ἀποτυπώσω εἰς τὰς καρδιας!

Παρὰ τοὺς πρόποδας τοῦ κεραυνοστεφοῦς Πίνδου κεῖται κωμόπολις ἱερά… Εἶναι ἡ πατρὶς τοῦ μεγάλου Κωλέττου, καὶ εἰς τὸ ὄνομα τοῦτο ἐξυπακούεται τὸ Συῤῥάκον. Ἐκεῖ, εἰς τὴν γωνίαν ταύτην τῆς ἠπειρώτιδος γῆς, ὅπου τὰ ὕψη τοῦ Πίνδου ἐσάλευον ἀντάρτιν ὀφρῦν, καὶ αὖρα ἐλευθέρα μὲ ᾄσματα Κλεπτῶν ἐμελῴδει, εἶδε τὸ φῶς τοῦ βίου ὁ πολυθρήνητος ἀοιδός. Καὶ εἰς τοῦ ὕπνου του τὴν κοιτίδα κρυφή