Σελίδα:Γειτονιές.djvu/2

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.


Δυὸ φιλάκια ἢ καὶ δυὸ δάκρια, κι’ ἓν ἀντίο...
Ἄχ! τὸ «χαῖρε» αὐτὸ στῆς γῆς τὴν παραζάλη!
—Χτές, ἀλήθεια, στὸ δρομάκο ἤμαστε δύο,
ξένος σήμερα εἶμαι γὼ καὶ σὺ μιὰν ἄλλη.—

Καθισμένος στ’ ἀγκωνάρι σταυροπόδι
κι’ ὁ τυφλὸς παραδομένος τραγουδάει.
Λὲς καὶ μέσα του ἀκλουθάει σκυφτὸς τὸ ξόδι
τῆς δικῆς του τῆς ζωῆς ποὺ πάει καὶ πάει...

Πῶς μοῦ σέρνεις τὴν ψυχή μου, ὤ μουεζίνη,
στὴ θρησκεία σου ποὺ φέγγει στὸ σκοτάδι!
Πόσα ὁράματα ὑπερκόσμια στὴ γαλήνη
ποὺ κοιμᾶται στῶν ματιῶν σου τὸ μαυράδι!...

Λίγο ἀκόμα καὶ τὸ φῶς θὰ ξεψυχήσῃ,
κι’ οὔτε χρῶμα, οὔτε λουλούδι, οὔτε ζευγάρι.
Ἄχ, κι’ ἂς ἦταν ἀπ’ τὸ χάος νὰ ξεπηδήσῃ
σὰν ὑπόσχεση ψηλὰ τὸ νέο φεγγάρι!

ΑΙΜΙΛΙΑ ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗ