σκευτικοῦ σεβασμοῦ, ἐκεῖ ἐξεμυστηρεύοντο τὰ πατροπαράδοτα τῆς φυλῆς των φρονήματα, ἐκεῖ διηγοῦντο τὰς βασάνους τῆς τυραννίας των, εὐχόμενοι πάντοτε νὰ ἐπιβλέψῃ ὁ Ὕψιστος Θεὸς εἰς τὸ ταλαίπωρον Ἔθνος, τὸ καταφρονημένον καὶ παρημελημένον. Ἐκεῖ οἱ ἱερεῖς τῆς θρησκείας ἐλεύθερα ἐμνημόνευον τοὺς βασιλεῖς τῆς Εὐρώπης ὡς Χριστιανοὺς, καὶ ἔψαλλον τὸ «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου κλπ·» διότι ἀπὸ αὐτοὺς ἐπερίμενον τὴν ἐλευθερίαν τοῦ Ἔθνους των. Ἐκεῖ ἐκαταρῶντο τὸν τύραννον, τὸν ἅρπαγα, τὸν κατακτητὴν καὶ βάρβαρον Τοῦρκον, διότι ἡ ἀδυναμία καὶ ἡ ἀπελπισία των τοὺς κατέστησε τόσον δειλοὺς, ὥστε κρυφίως καὶ ὑπογείως νὰ δέωνται καὶ νὰ καταρῶνται. Ἦσαν ὅμως ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν τὸν θάνατον, τὸν ὁποῖον ὁ δυνάστης τοὺς ἐφοβέριζε, μὲ τὴν μεγαλειτέραν γενναιοψυχίαν. Πόσα δὲν ὑπέφερον οἱ μοναχοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς πλέον μικροτέρους Τούρκους! Οὗτοι ἐπήγαιναν εἰς τὰ μοναστήρια νὰ φάγουν, νὰ ἁρπάσουν καὶ νὰ τυραννήσουν τοὺς πατέρας αὐτῶν, καὶ κατ’ ἐξοχὴν οἱ Ἀλβανοὶ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ πλέον ἀνυπόφοροι. Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, οἱ μοναχοὶ εἶχον κρύψει τὰ ὅπλα των καὶ τὰ ἄλλα πράγματα τοῦ πολέμου ἐντὸς τῶν ἱερῶν ναῶν, καὶ εἰς τὰ δένδρα τὰ μεγάλα, κρεμάμενα ἐντὸς τῶν δασῶν, τὰ εἶχον ἐν τῷ σκότει, καὶ ἀκόμη εἰς αὐτὰ τὰ μνήματα τῶν νεκρῶν· τὰ ἐπεριποιοῦντο καὶ ἐφρόντιζον νὰ μὴν τὰ τρώγῃ ἡ σκωριὰ, ἀλείφοντες αὐτὰ μὲ τὸ λεγόμενον μελοῦδι, καὶ νύκτα τὰ ἐμετατόπιζαν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἰς τὸ ἄλλο, καὶ τὰ ὅπλα καὶ τὰ πολεμεφόδια.
Σελίδα:Βίοι Πελοποννησίων ανδρών.djvu/328
Εμφάνιση