τὴν ἐπαρχίαν τῆς Καρύταινας, τῆς ὁποίας, ὡς εἴπομεν, εἶχε τὰ ὅπλα, ὡς καὶ τῆς ἐπαρχίας Τριπολιτσᾶς καὶ ἐκείνης τοῦ Φαναρίου, τὰ ὁποῖα ἐδιοικοῦσεν ἀποκλειστικῶς κατὰ τὴν πολιορκίαν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Βλάσην, Γράναν καὶ Καπνίστραν καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὸ Στενόν· ἡ δὲ δύναμις αὕτη ἦτον ὑπὲρ τὰς 6000 στρατιῶται, ἐκτὸς τῶν σωμάτων τῶν λοιπῶν καπεταναίων, τοῦ Ἀναγνωσταρᾶ, Φλέσα, Παπατσώνη, τοῦ Π. Μαυρομιχάλη, Παναγ. Γιατράκου καὶ τοῦ ἰδίου Ὑψηλάντη. Καὶ ἐφαίνετο μὲν ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ὅλου στρατοῦ ὁ Ὑψηλάντης, ἀλλ’ ὁ Θ. Κολοκοτρώνης ἦτον ὁ πράγματι ἀρχηγὸς εἰς τὰ τοῦ πολέμου.
Ὁ Κολοκοτρώνης τυχαίως ὑπῆγεν εἰς τὰς θέσεις Μύτικα καὶ Λουκᾶν διὰ νὰ ἐξετάσῃ τὰ ἐκεῖ στρατιωτικὰ σώματα, καὶ ἀφοῦ ὑπῆγεν, ἀμέσως ἐπενόησε νὰ σκαφῇ ἡ Γράνα. Ἐκεῖθεν πάλιν ὑπῆγεν εἰς τὸ Στενόν, ἐκατέβασε τὸν Ζαφειρόπουλον μὲ τοὺς στρατιώτας του, ὡς καὶ τοὺς Κοντάκιδες καὶ λοιποὺς Ἁγιοπετρίτας καὶ τοὺς Τριπολιτσιώτας, οἱ ὁποῖοι ἔπιασαν τὸ χωρίον Ἅγιον Σώστην.
Τότε ἔκαμε καὶ τὴν συμφωνίαν μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους, ὡς ἔλεγον, τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἔλθει ἀπὸ τὴν Ῥούμελην, καὶ ἦσαν ὁ Χρηστάκης Στάϊκος καὶ οἱ λοιποί. Μετὰ δὲ ταῦτα ἔγεινεν ὁ πόλεμος τῆς Γράνας, καὶ κατόπιν ἔστειλε στρατὸν καὶ ἔπιασαν τὸν Μαντσαγρᾶν, ἔφερε δὲ καὶ τοὺς ἀπὸ τὸν Ἅγιον Σώστην εἰς τὴν ῥάχιν τῆς Βολιμῆς, ὅπου καὶ ἐταμπουρώθησαν. Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἔγεινεν ὁ ἀρχίσας συμβιβασμὸς μὲ τοὺς ἐντοπίους Τούρκους τῆς Τριπολιτσᾶς,