Ἔδειξε δὲ πολὺν ζῆλον καὶ γενναιότητα εἰς τοὺς πολέμους.
Ὁ Ἀναγνώστης Δεληγιάννης ἐπανελθὼν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς τὰ Τρίκορφα, ἐμάλωσε τὸν αὐτάδελφόν του Κανέλον διότι ἀφῆκε τὰ ὅπλα εἰς τὸν Θ. Κολοκοτρώνην, καὶ οὗτος εἶχε δύναμιν, καὶ ἐβουλήθη νὰ κάμῃ συνωμοσίαν κατὰ τοῦ Κολοκοτρώνη. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ κατηχῇ τοὺς καπεταναίους τῆς Καρύταινας προσπαθῶν νὰ τοὺς ἀποσπάσῃ ἀπὸ αὐτόν, καὶ ἐξεμυμυστηρεύθη τὸν σκοπὸν του καὶ πρὸς τὸν Καφετσῆν, διότι οἱ Δεληγιανναῖοι τὸν εἶχον πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως (κεχαγιὰν) ἐπιστάτην εἰς τὸ κτῆμά των (τσιφλίκι), νομίζων ὅτι θὰ ᾖναι πιστός, καὶ δὲν ἐννόησεν, ὅτι ὁ Καφετσῆς ἀπὸ ἐπιστάτης ἔγεινε καπετάνιος. Ὁ δὲ Καφετσῆς εἶπε τὸ μυστικὸν πρὸς τὸν Κολοκοτρώνην, ὅστις μαθὼν τὴν συνωμοσίαν εἶπε· «καμωθεῖτε ὅτι δὲν μοῦ εἴπετε τίποτε ἕως νὰ πάρωμεν τὴν Τριπολιτσᾶν καὶ τότε ἂς κάμουν ὅ,τι θέλουν».
Οὗτος ὁ ἄξιος νὰ διοικῇ καὶ ἐπιτήδειος νὰ προβλέπῃ τὰ μέσα τοῦ πολέμου κατήγετο ἀπὸ τὸ χωρίον Λιμποβίσι τῆς Καρύταινας.
Ἐπανελθὼν δὲ ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον κατὰ τὸν μῆνα Ἰανουάριον τοῦ 1821, ἔχων μαζύ του τρεῖς συντρόφους