νὰ τὸν πειράξουν. Οἱ δὲ πρόκριτοι πάλιν τὸν μετεχειρίσθησαν ὡς ἰδικόντων διὰ νὰ καταβάλουν τοὺς Κουμανιωταίους ὡς ἔχοντας ἐπιρροὴν, καὶ ἀντ’ αὐτῶν ν’ ἀναδείξουν ἐκεῖνον, καὶ μολονότι οἱ Κουμανιωταῖοι τοὺς εἶπον νὰ τὸν ἀπομακρύνουν εἰς ἄλλο σῶμα διὰ νὰ μὴν ᾖναι ἐκεῖ ὅπου ἦσαν καὶ αὐτοὶ, διότι θὰ τὸν σκοτώσουν, οἱ ἄρχοντες ὅμως τὸν ἐσηκομύαλησαν καὶ τὸν εἶχον μαζί των καὶ δὲν ἄκουσαν τοὺς Κουμανιωταίους, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ θεραπεύσουν τὸ κακόν, νὰ τοὺς ἀγαπήσουν ἢ νὰ τὸν μακρύνουν ἐκεῖθεν, διότι δὲν εἶχε καὶ μεγάλον σῶμα στρατιωτῶν, ὡς οἱ ἐχθροί του. Μόνον ὁ Γεώργιος Λεχουρίτης βλέπων τὴν καταφρόνησιν τοῦ Καραντσᾶ πρὸς τοὺς Κουμανιωταίους, καὶ τὴν ἀγανάκτησιν τούτων κατ’ ἐκείνου, προβλέπων δὲ καὶ τὸ μέλλον δυστύχημα, εἶπεν εἰς τοὺς προκρίτους νὰ οἰκονομήσουν τὸ πρᾶγμα διότι δὲν πάει καλὰ, καὶ κατόπιν ἐπῆρε τὸν Καρατσᾶν καὶ ὑπῆγον μαζὺ εἰς τὸ Λεχοῦρι ὅπου ἔμειναν ὀλίγας ἡμέρας, καὶ τὸν ἐσυμβούλευε νὰ λείψῃ ἐκεῖθεν· ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ μείνῃ καὶ ἐπέστρεψεν εἰς Πάτρας, ὅπου ἐφονεύθη· ὁ δὲ θάνατός του ἔγεινεν ὡς ἑξῆς. Κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου μίαν ἡμέραν ὁ Καραντσᾶς ἦτον ἔξωθεν τοῦ μοναστηρίου Ὀμπλοῦ, καὶ ἤρχετο νὰ ἔμβῃ μέσα ἀπὸ τὴν μεγάλην πόρταν. Οἱ συγγενεῖς τῶν Κουμανιωταίων τὸν εἶδον, καὶ αὐτὸς τοὺς εἶδεν, ἀλλὰ ἐκοντοχόρευν, ἐσήκωνεν ὄπισθεν τὰ πόδια του καὶ τοὺς ἐπερίπαιζεν, ὅτε ὁ Ταλαμηδᾶς τὸν ἐτουφέκισε καὶ καὶ τὸν ἐφόνευσν. Τοιουτοτρόπως ἔγεινε φανερὰ καὶ ἐν πλήρει μεσημβρίᾳ ὁ φόνος, καὶ ὄχι κρυφᾷ καὶ δολίως·
Σελίδα:Βίοι Πελοποννησίων ανδρών.djvu/13
Εμφάνιση