Σελίδα:Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Υπό Ε. Δ. Ροϊδου.djvu/22

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
— 22 —

ἄλλων πάσης ἐποχῆς καλλιτεχνῶν τὰ ἔργα, κρινόμενα κατὰ τοὺς στοιχειώδεις κανόνας τῆς πλαστικῆς καὶ τῆς ἀνατομίας τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος πρέπει ἐξ ἅπαντος νὰ παραδοθῶσιν εἰς τὸ πῦρ. Εἰς τοιαύτην μόνον πυράν, ἂν εὑρεθῇ ποτὲ Ἡρόστρατος στέργων νὰ τὴν ἀνάψῃ, δυνάμεθα νὰ ῥίψωμεν μετὰ τῶν ποιημάτων τοῦ Βίκτωρος Οὑγώ, τοῦ Ἴμμερμαν, καὶ τοῦ Θεοφίλου Γωτιὲ καὶ τοὺς στίχους τοῦ Βαλαωρίτου. Καὶ τότε ὅμως οὐχὶ ἅπαντας, διότι πολλαχοῦ ἡ ἔμφυτος τῷ Ἕλληνι πλαστικότης ὑπερισχύει τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Οὑγὼ, καὶ ἀντὶ ὀρμαθοῦ μεταφορῶν μεταχειρίζεται ὡς ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Δάντης μίαν μόνην. Τότε δὲ πρὸ πάντων ἀρέσκει ἡμῖν τὸ ᾆσμα τοῦ Λευκαδίου. Τοιαύτη εἶναι ἡ πρώτη στροφὴ τοῦ Μνημοσύνου τοῦ Στεφάνου Μεσσαλᾶ:

Ὤργονε ὁ Χάρος, ὤργονε τὴ γῆ ποῦ τόνε τρέμει.
Τ’ αὐλάκιά του εἶναι μνήματα, τὰ μαῦρά του τὰ βῴδια
Φυσομανοῦν στὸ κέντημα τῆς ἄσπλαγχνης βουκέντρας.

Τοιοῦτοι καὶ οἱ ἔναυλοι ἐν πάσῃ μνήμῃ τέσσαρες πρῶτοι στίχοι τῆς «Φροσύνης»:

Ἐπέσανε τὰ Γιάννινα σιγὰ νὰ κοιμηθοῦνε,
Ἐσβύσανε τὰ φῶτά τους, ἐκλείσανε τὰ μάτια