Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Αθηναΐς Α αρ. 7.djvu/7

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
55
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

σύνθημα ἔχοντες τὴν ῥῆσιν: «Κάμε τὸ καλὸν καὶ ἄφες τὴν ἀνταπόδοσιν αὐτοῦ εἰς τὸν Θεόν.»

Ἐγεννήθη ἐν τῷ μικρῷ χωρίῳ τῆς Σκωτίας Blantyre. Ὁ πατήρ του ἁπλοῦς τεϊοπώλης μὴ δυνάμενος νὰ ἐπαρκέσῃ εἰς τὰς πρὸς ἐκπαίδευσιν τοῦ υἱοῦ του δαπάνας τὸν ἐτοποθέτησεν εἰς κατάστημά τι κλωστηρίου. Ἐνταῦθα τὸν εὑρίσκομεν κατὰ πρῶτον ἐνασχολούμενον ἀπὸ τῆς 6ης ὥρας τῆς πρωΐας μέχρι τῆς ὀγδόης τῆς ἑσπέρας εἰς τὴν διευθέτησιν τῶν νημάτων. Ἀλλ’ ὁ νεανίας μας ἦν φιλόδοξος· ᾐσθάνετο ἑαυτὸν ἄξιον καλλιτέρας τύχης καὶ ἐπεθύμει σφοδρῶς νὰ ἀπολαύσῃ τῆς εὐγενοῦς ἐκείνης παιδείας ἥτις δίδει εἰς τὸν ἄνθρωπον ἰσχυρὸν ὅπλον ὅπως παλαίσῃ ἐν τῇ ζωῇ του. — Τὰ πρῶτα κερδισθέντα διὰ τοῦ κόπου του χρήματα ἑξώδευσεν εἰς ἀγορὰν βιβλίου· ἀλλ’ ὁποίου βιβλίου;… γραμματικῆς! καὶ ἔτι πλέον, γραμματικῆς λατινικῆς! Γελᾶτε· τὸ ἐννοῶ· ἀλλὰ τοῦτο δὲν θὰ μετριάσῃ ποσῶς τὸν πρὸς τὸν Λιβιγκστῶνα θαυμασμόν μου. Ἅπαξ ἀποκτήσας τὸν ὀνειροποληθέντα θησαυρόν του ἤρξατο νὰ μελετᾷ μετὰ ζέσεως. Μετὰ τὴν ἐκ τοῦ ἐργοστασίου ἔξοδόν του καθ’ ἑσπέραν ἔτρεχεν εἰς τὰ ἑσπερινὰ σχολεῖα καὶ ἐπανερχόμενος ἐῤῥίπτετο ὡς διψαλέος κύων εἰς τὴν μελέτην τοῦ Ὁρατιου καὶ Βιργιλίου. Ἐν ἡλικίᾳ δεκαὲξ ἐτῶν ἀνεγίνωσκεν ἀπροσκόπτως τοὺς πρώτους λατίνους συγγραφεῖς· ποσάκις περὶ τὸ μεσονύκτιον ἡ μήτηρ του δὲν τὸν ἐσήκωνεν ἄκοντα μετὰ τῆς καθήκλας του ὅπως τὸν ἀναγκάσῃ εἰς ὕπνον χάριν τῆς ὑγιείας του! Κατέτρωγε διὰ τῆς μελέτης πᾶν βιβλίον, τὸ ὁποῖον ἤθελε πέσει εἰς χεῖράς του· δὲν ἠγάπα ἢ τὴν ἀληθῆ καὶ ὑγιᾶ τροφὴν τῆς ἐπιστήμης καὶ πρὸ πάντων τὴν ἀνάγκην τῶν ἐκδρομῶν.

Ὁ πατὴρ δὲν ἔβλεπεν εὐχαρίστως τὸν πρὸς τὰς γνώσεις ὀργασμὸν τοῦτον τοῦ υἱοῦ του. Ἐνόμιζεν ὅτι αἱ ἐπιστῆμαι θὰ ἐκλόνιζον τὴν πίστιν τοῦ υἱοῦ του. Ἀλλ’ ὄχι· ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ πίστις δύνανται, καὶ ἔτι πλέον, ὀφείλουσι νὰ συμβαδίζωσιν. Ὁ Λιβιγκστὼν τὸ ἠννόησε καὶ διὰ τὸν πρὸς τὴν ὠφέλειαν τῶν ὁμοίων του ἔρωτά του ἀπεφάσισε νὰ προσφέρῃ ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀπεφάσισε νὰ γίνῃ ἱεραπόστολος μεταξὺ τῶν ἀγρίων. Ὅπως πραγματοποιήσῃ ὅμως τὴν ἰδέαν του ταύτην ὤφειλε νὰ διδαχθῇ τι ὠφέλιμον καὶ συγχρόνως ἑλκυστικὸν δι’ ἐκείνους· ἔπρεπε νὰ γνωρίζῃ νὰ θεραπεύῃ τὰς ἀσθενείας τοῦ σώματος οὐχ’ ἧττον ἢ τὰς τῆς ψυχῆς· ἔπρεπε τέλος νὰ γνωρίζῃ τὴν ἰατρικήν! Ἀλλὰ δὲν ἦτο πλούσιος ὅπως ἐξακολουθήσῃ τὰς πανεπιστημιακὰς σπουδὰς του. Τί ἔκαμε; Ἠγόρασε διὰ τῆς οἰκονομίας του βιβλία ἰατρικῆς καὶ ἤρξατο σπουδάζων. Ἡ ἐργασία τῆς κλωστικῆς εἶναι ἐργασία μηχανική· δὲν τὸν ἠμπόδιζεν ἑπομένως τι ὅπως ἐνασχολουμένου τοῦ σώματός του τὸ πνεῦμα του νὰ διατρέχῃ τὰς τοῦ βιβλίου σελίδας.

Δεκαεννεατής, κατέστη κλώστης κερδίζων πολλὰ καὶ οἰκονομῶν πλείονα. Καθ’ ὅλον τὸ θέρος εἰργάσθη μετὰ ζέσεως ἐν τῷ ἐργοστασίῳ· τὸν δὲ χειμῶνα ἀνεχώρησεν εἰς Γλασκὸβ ὅπως ἐξακολουθήσῃ τὰς εἰς τὴν ἑλληνικὴν θεολογίαν καὶ ἰατρικὴν σπουδάς του. Ἐν τούτοις δὲν ἤργησε νὰ ἐννοήσῃ ὅτι μόνος καὶ ἄνευ ὑποστηρίξεως δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ πραγματοποιήσῃ τὰ ὄνειρά του· συνέλαβεν ὅθεν τὴν ἰδέαν νὰ ἀποτανθῆ εἰς τὴν κεντρικὴν ἐπιτροπὴν τῶν ἱεραποστόλων τοῦ Λονδίνου. Ἐγένετο δεκτὸς κατ’ ἀρχὰς ἐν τῷ καταστήματι καὶ ἀφ’ οὗ ὑπέστη λαμπρὰς ἐξετάσεις, τέλος ἐν ἔτει 1840 ἔσχε τὴν εὐτυχίαν νὰ ἐπιβιβασθῇ ὡς ἱεραπόστολος ἐπὶ πλοίου ἀναχωροῦντος διὰ τὴν Ἀφρικήν.

Κατ’ ἀρχὰς ἀπεβιβάσθη εἰς τὸ ἀκρωτήριον τῆς Καλῆς Ἐλπίδος πλήρης ἐλπίδος καὶ ἐνθουσιασμοῦ. Ἐκεῖ ὅμως νέα ἐμπόδια· ἔπρεπε νὰ μάθῃ τὴν γλῶσσαν τῶν αὐτοχθόνων πρὸς ἐπίσκεψιν τῶν ὁποίων ἐπορεύετο, ὅλως ἄγνωστον αὐτῷ. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ ἐμπόδιον ἐνίκησεν. Ἐννέα μῆνας μετὰ τὴν ἄφιξίν του ἐγίνωσκεν αὐτήν καὶ ἦν ἕτοιμος νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ ἔργον του εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς στεφθὲν δι’ ἐπιτυχίας· ὁ ἀρχηγὸς τῆς φυλῆς Σεχέλι ἀφῆκε τὴν εἰδωλολατρείαν ὅπως ἀσπασθῇ τὸ θρήσκευμα τοῦ λευκοῦ ἀνθρώπου. Χάρις δὲ εἰς τὰς ἰατρικὰς του γνώσεις ἠγαπήθη πολὺ ὑπὸ τῶν αὐτοχθόνων. Τοὺς ἐπεριποιεῖτο ἐν ταῖς ἀσθενείαις των· ἐδίδαξεν αὐτοῖς τὴν γεωργίαν καὶ τέλος ἐξῆλθε μετ’ αὐτῶν εἰς καταδίωξιν τῶν λεόντων οἵτινες παμπληθεῖς κατεμάστιζον την χώραν καὶ ἐν τῇ ἐκδρομῇ του ταύτῃ μικροῦ δεῖν ἀπώλετο. Προσβληθεὶς ὑπὸ λέοντος, ὃν εἶχε πληγώσει καὶ ὅστις εἶχεν ἐπιβληθῇ ἐπὶ τῶν ὤμων του διὰ τῶν ὀνύχων του, ἔκειτο ἐκεῖ που ἐν παραλυσίᾳ ἀναμένων τὸ τελευταῖον κτύπημα. Ἀλλ’ ἡ θεία πρόνοια ἐπέβλεπεν ἐπ’ αὐτοῦ· ὁ λέων προσβληθεὶς ὑπὸ αὐτόχθονος, ὅστις ἐπλησίαζεν ὅλον ἓν, ἀφῆκε τὸ θύμά του ὅπως ἔλθῃ ἀντιμέτωπος τοῦ νέου τούτου ἀντιπάλου. Ὁ ἰατρὸς ἐσώθη, ἀλλ’ ὑπεχρεώθη συγχρόνως νὰ μείνῃ ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ἐπὶ τῆς κλίνης θεραπεύων τὰς πληγάς του.

Ἐν τούτοις ἡ ζωὴ αὕτη τῆς ἀργίας εἶναι βάσανος εἰς ἄνδρα ἐνεργητικὸν· ἐδίψα νὰ γνωρίσῃ τὰ ἄγνωστα, ἐπύρεσσε διὰ τὰς ὁδοιπορίας. Τρεῖς ἡμέρας μακρὰ τῆς Mabosta ἐκτείνεται λίμνη μεγαλοπρεπεστάτη ἣν οὐδέποτε ἐπλησίασε λευκός. Ταύτην ἐπεθύμει νὰ φθάσῃ. Ἀλλ’ ὁποῖα ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια! καὶ ἐν πρώτοις τὰ χρήματα· κώλυμα ὅπερ ὅμως ἤρθη χάρις εἰς τρεῖς φίλους του γενναίως παρασχόντας αὐτῷ τὸ βαλάντιόν των. Τὴν 1ην ἰουνίου 1849 ἀνεχώρησε συνοδοὺς ἔχων δεκαεννέα ἔτι ἀνθρώπους, εἴκοσιν ἵππους καὶ ὀγδοήκοντα βοῦς· ἐπὶ ἕνα μῆνα ἐβάδιζον χωρὶς νὰ σταματήσωσιν, ὑφιστάμενοι τὰς κακώσεις τοῦ δρόμου καὶ τὰς ἐκ τῆς δίψης. Τέλος ἔφθασαν τὸ κυανοῦν τῆς λίμνης τὴν 1ην Αὐγούστου καὶ τότε ὅλαι αἱ ταλαιπωρίαι τοῦ δρόμου ἐλησμονήθησαν. Ἀλλ’ οἱ συνοδοί του