Ἦρθες τὴ νύχτα κι’ ἔκατσες στοῦ τραπεζιοῦ τὴν ἄκρη...
Στὸ ροῦχο σου οὔτε κουρνιαχτός, οὔτε στὸ μάτι δάκρυ.
Μόνο ἡ φωνή σου ἀλαργινὴ σὰν ἀπ’ ἀνήλια μάκρη.
Ὅλοι μαζὶ ἐκαθήσαμε, κι’ ὅλοι μαζὶ σοῦ λέμε:
«Ἄδικα ποὺ σὲ κλάψαμε, κι’ ἄδικα ποὺ σὲ κλαῖμε,
κι’ ἄδικα τ’ ὅσο κάψαμε λιβάνι, κι’ ὅσο καῖμε!..
«Ἐσύ ’σαι δῶ, στοῦ τραπεζιοῦ τὴν ἄκρηα, καὶ κοιτάζεις
μ’ ὅλο τὸ φέγγος τῆς ψυχῆς. Καὶ γελαστὸς μᾶς τάζεις
νὰ πῇς τὸ «ναί» στὸ ρώτημα ποὺ ἀπάνω μας διαβάζεις.
«Καὶ νά, ποὺ μαζωχτήκαμε τριγύρω. Πές μας τώρα,
(πρὶν ὁ μεγάλος Ἄστερας χαράξῃ ὥραν τὴν ὥρα)
σὰν τί καλούδια σοὔδωκαν ἀπὸ τὴν Κάτου Χώρα;
«Σὰν τί καλὰ μᾶς φύλαξες μὲς στῆς καρδιᾶς τὰ βάθη;
Ἤ μὴ τῆς Ἄρνας πέρασες τὴ λίμνη, κι’ ἔχεις μάθη
τὸ πῶς ξεχνιοῦνται κ’ οἱ φιλιὲς καὶ τῆς ζωῆς τὰ πάθη;...»
Κι’ ὅπως σοῦ ἀνάπαιξε ἡ ματιά, μὲ μιᾶς ἐξεθαρρεύτη
κι’ ἔπεσε στὸ θαμπὸ γυαλὶ τοῦ ἀντικρινοῦ καθρέφτη,
χίλια κομμάτια ἐγείνηκε καὶ στὴν ποδιά μας πέφτει.
Κι’ ἐνῷ σὰ χάδι ἁπλώναμε στὴν ὄψη σου τὸ χέρι,
σβύστηκε τὸ ποὺ ἐτρέμιζε μπροστά μας ἀχνοκέρι
κι’ ἐστέναξε πικρὴ φωνὴ μές στ’ ὀρθρινὸ τ’ ἀγέρι.
ΑΙΜΙΛΙΑ ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗ