Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Αβδηρίτης Τεύχος 3.djvu/11

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
)(39)(

Ἠθέλησε νὰ ῥίψῃ λάθρον πρὸς αὐτὴν βλέμμα, ἀλλ ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοί των συναντηθέντες, ἀγνοοῦμεν ἂν τυχαίως, τὸν ἔκαμον νὰ αἰσθανθῇ τὸν δεύτερον παλμὸν, χωρὶς νὰ δυνηθῇ ἤδη νὰ τὸν περιστείλῃ.

Ὁ οἰκοδεσπότης δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐπανέλθῃ, καὶ λαβὼν αὑτὸν ἐκ τῆς χειρὸς ἐβάδισε πρὸς τὴν Ἀνθῆν, ἥτις μόλις ἀπεῖχε πέντε βήματα. Καθόσον ἐπροχώρει, αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες του ἐδεσμεύοντο, ὡς ἂν ἀκατἀληπτοι δεσμοὶ τὸν περιέβαλον, καὶ ὅταν πλησιάσας ὁ οἰκοδεσπότης, ἔσπευσε νὰ εἴπῃ:

—Κυρία, Ἀνθῆ, σᾶς παρουσάζω τὸν Κύριον Γαβριὴλ, εἶναι αἰχμάλωτός μου τὸν ὁποῖον διαβιβάζω εἰς τὴν κυριαρχίαν σας, καὶ πιστεύω ὅτι διαμένων πλησίον ὑμῶν θέλει λησμονεῖ τὴν θέσιν του· αὐτὸς ἔκυψε νὰ προσκυνήσῃ, καὶ ἡ προσπάθεια ἣν κατέβαλεν ἵνα διατηρήσῃ τὸν συνήθη ἐξωτερικὸν χαρακτῆρά του ἐπρόδιδε τὴν ἐσωτερικήν του συγκίνησιν.

—Ἐὰν ἡ κυρία μὲ κρίνῃ ἄξιον συγχορευτήν της δι ὅλον τὸν χορὸν, προσέθηκε, θέλω κολακευθῆ διὰ τὴν προτίμησιν.

—Ὤ, εὐχαριστῶ! κύριε, καὶ ἐννοῶ πόσον θ' ἀδικήσω τὰς χορευτρίας κρατοῦσα ἐγὼ μόνη τὸν περιζήτητον χορευτήν· ἀλλ εἶμαι ἐλευθέρα καὶ δέχομαι

—Καὶ ἐγὼ ἐλεύθερος, ἔσπευσε νὰ προσθέσῃ αὐτός, ἔρχομαι νὰ προσφέρω τὴν λατρείαν μου εἰς τὸν βωμὸν τῆς θεᾶς, ἣν ἐνώπιόν μου ἀντιπροσωπεύετε.

—Ἐλεύθερος! ὑπέλαβε μετὰ ἀφελοῦς μειδιάματος ἡ νεᾶνις, χωρὶς νὰ φανῇ ὅτι ἐννόησε τὴν τελευταίαν φράσιν· πλὴν λησμονεῖτε, κύριε, ὅτι εἶσθε αἰχμάλωτός μου;

—Τῇ ἀληθείᾳ, δὲν τολμῶ νὰ ἐμβλέψω εἰς τὴν θέσιν μου, διότι ἡ τύχη μου ἐναπόκειται εἰς τὰς ἐμπνεύσεις τοῦ κυριάρχου μου.

Ἡ μουσικὴ ἤρχισε νὰ παιανίζῃ τὸ ζωηρότερον βὰλσ, ὅπερ κάμνει τοὺς χορευτὰς νὰ πετῶσιν· ἀλλ' ὁ τόνος τῆς μαγευτικῆς καὶ περιπαθοῦς λαλιᾶς τοῦ Γαβριὴλ, ὑπῆρξε διὰ τὴν Ἀνθῆν ἡ ἡδυπαθεστέρα μουσικη, ἣν ποτε ἤκουσε· κατεθέλγετο, καὶ ἀκίνητος ἐθεώρει αὐτὸ, ὁσάκις δὲν ἐθεωρεῖτο, μὲ τὴν μεγαλητέραν συγκίνησιν. Ἠσθάνετο δὲ ὅτι ἐσύρετο πρὸς αὐτὸν διά τινος συμπαθείας τοσοῦτον ἰσχυρᾶς, οἵα εἶναι ἡ ἀκαταμάχητος ἐκείνη δύναμις, ἡ ἕλκουσα τὸ πτηνὸν βραδέως καὶ τυφλῶς πρὸς τὸν ὄφιν.

Ἐξ ἄλλου ὁ Γαβριὴλ αὐτὴν καὶ μόνην θεωρῶν, οἱ ὀφθαλμοί του κατέτρωγον τὰ ἐνώπιόν του θέλγητρα πλανώμενοι ἀπὸ κορυφῆς καὶ αναπαυόμενοι μετὰ μέθης ἐκεῖ, ἔνθα ὁ κυριάρχης τῶν παθῶν ἔχει τὴν ἕδραν του.

Ἤδη ἡ ζωηρὰ κίνησις τῶν χορευτῶν συνέφερεν αὐτὸν, καὶ εἰς τὴν πρόσκλησίν του ὑπείκουσα ἡ Ἀνθῆ ὡς πνοὴ ἀνέμου, ἐξετέλεσαν τὸν πρῶτον στρόβιλον καὶ ἐπανῆλθον ἀσθμαίνοντες εἰς τὴν προτέραν θέσιν των. Καὶ δεύτερος καὶ τρίτος καὶ διάφοροι χοροὶ ἐξετελέσθησαν καὶ