Σελίδα:Όλα γίνονται, Αιμιλία Δάφνη, Νέα Εστία, τ.11, 1927.djvu/4

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

τη φῶς, ὄνειρα, χτυποκάρδια, ἀπελπισία! Ἡ τωρινὴ καὶ ἡ περασμένη της ζωὴ στρηφογυρίζουν ἀνάκατα, μπερδεύουνται μέσα της καὶ τὰ γεγονότα ποὺ τὴν ἔκαψαν, ξεπηδοῦν ὁλοζώντανα, σὰ νἄτανε χτές. Γιορτές, τρεχάματα, ἀνυπομονησίες, ἐξάψεις, ὅρκοι, δάκρυα, σχέδια μελλοντικά, ἴσον μηδέν. Ἄνοιξ’ ἕνας γκρεμὸς καὶ τὰ κατάπιε. Αὐτὴ μόνο ἔμεινε νὰ τριγυρίζῃ ἀπάνωθέ τους σὰ φάνταμα καὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ γλυτώσῃ ἀπ’ αὐτά. Νά!.. θυμᾶται μιὰ Πρωτομαγιά, καὶ μὲς στὴ χλαλοὴ τῆς γιορτῆς, μὲς στὰ λιγώματα τῶν κομμένων λουλουδιῶν, τὰ γρήγορα λόγια τοῦ ἀγαπημένου της, ἡ νεανική του ὁρμή, ἡ κομμένη ἀπὸ τὸν πόθο ἀνάσα του, ποὺ τήνε τύλιγε σὰ φλόγα καὶ τὴ μεθοῦσε... Κ’ ὕστερα ἡ πρότασή του... Νά τος, τόνε βλέπει μπροστά της ὁλοζώντανο!.. Ὤ Θεέ μου!.. τ’ εἶναι τοῦτο ποὺ τῆς λέει; «... Ναί... Ὅποτε θέλεις, Ἀννίτσα μου, ἔ;.. καὶ νὰ φύγουμε ἀπὸ δῶ, νὰ πᾶμε νὰ ζήσουμε μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀγάπη μου... ἀγάπη μου, οἱ δυό μας, —ἄχ’ οἱ δυό μας! —ἔτσι, γιὰ λίγον καιρό... ναί, ναί... ἐσὺ κι’ ἐγώ... μαζί...» Κι’ ἀμέσως ἕνας ἀναστεναγμὸς ποὺ δὲν ἔμοιαζε μὲ καμμιὰν ἀνθρώπινη φωνή, ἕνα σφίξιμο, ποὺ τήνε τρόμαξε, τήνε πάγωσε, κι’ ὕστερα ἕνα βάρβαρο σπρώξιμο: «—Δὲ μ’ ἀγαπᾷς!» Ἐκείνη δὲ βγάζει μιλιά. Γυρνᾷ τὶς πλάτες ἀλύγιστη κι’ ἀνακατεύεται μὲ τοὺς δικούς της σὰν ὑπνωτισμένη. Δυὸ — τρία λουλούδια ποὺ βαστοῦσε, ἔπεσαν ἀπὸ τὰ χέρια της, χωρὶς νὰν τὸ καταλάβῃ καὶ γύρισε σπίτι της ἄνανθη, στεγνή, ἄδεια.

Εἶν’ ἀπὸ τότες δεκατέσσερα χρόνια κι’ ἀκόμα κλαίει. Κλαίει καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες ἀγάπες: γιὰ τὴν πρώτη μὲ τὸ πρῶτο φιλί, τὰ ἔρωτα δάκρυα, τὴν πρώτη ἀπόγνωση· κι’ ἔπειτα τὶς ἄλλες: ὅλες θερμές, ὁρμητικὲς στὴν ἀρχή, κι’ ὕστερα ξένες, ἀπόμακρες καὶ πάντα πρόσκαιρες. Νὰ τώρα, ποὺ πρέπει ν’ ἀνοίξῃ ἕνα φέρετρο... Τὸ παλληκάρι ποὺ κοίτεται μέσα, ἦταν ἕνα παιδὶ ζωηρὸ καὶ ἀνήσυχο ποὺ τὴν ἀγάπησε παράξενα, ποὺ φοβόταν νὰ τὴν ἀγγίξῃ καὶ τῆς φιλοῦσε μόνο τὰ δάχτυλα... ποὺ ἔκλαιγε μὲ τὸ τίποτα καὶ ποὺ πέθανε πάλι μὲ τὸ τίποτα, ἔτσι, ὅπως σβύνει ἡ λάμπα μὲ μιὰν ἀναπνοή. Ὡς καὶ ὁ θάνατος στάθηκε μπρὸς στὴ χαρά της κι’ ἐθέρισε μιὰν ἀγάπη, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ μὴ μαραινόταν ποτές!...

Ἄχ’, κι’ ἀπόψε νοιώθει τὴν καρδιά της γιομάτη ἀπ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀγάπες... Ὄχι!.. δὲν ἔχει κανένα μίσος, μόνο παραπονιέται ποὺ ποτὲ κανένα δὲν ἐγέλασε καὶ πάντα αὐτὴ γελάστηκε. Γιατί;... Ρωτᾷ καὶ ὅλα σωπαίνουν γύρω της καὶ κανεὶς δὲν εἶναι νὰν τῆς δώσῃ ἀπόκριση. Μόνο τὰ δάκρυα της πέφτουνε ζεστὰ στὰ μαραμμένα της χέρια, —τὰ χέρια ποὺ ὀνειρεύτηκαν δημιουργίες κι’ ἔμειναν στεῖρα κι’ ἄχαρα.

Σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ Ἀννίτσα σηκώνεται, ἀνάβει ἕνα σπίρτο, κοιτάζει τὸ ρολογάκι της: τρεῖς: Τυλίγεται στὸ πανωφόρι της, πάει στὴν κάμαρά της κάνοντας θόρυβο.

Ἡ μητέρα της ἀναπετιέται.

—Ἦρθες;

—Ναί.

—Δὲ σ’ ἄκουσα.

— Θὰ κοιμώσουνα.

—Τί ὥρα εἶναι;

—Μά... θἆναι τεσσερεσήμιση.

—Μπράβο!.. θαυμάζει ἡ γριὰ καὶ συλλογᾶται τί γλέντι θἄγεινε στῆς Κλειῶς. Σ’ ἔφερε ὁ Γιῶργος;

—Ναί.

—Ἀνάβει τὸ φῶς γιὰ νὰ γδυθῇ.

—Πωπώ, τὰ μάτια σου κόκκινα! χόρεψες πολύ;

—Οὔ!

—Εἴχανε κόσμο;

—Ἀρκετό.

—Καὶ ὁ ὑπουργός;...

—Δὲ μ’ ἄφησε στιγμή.

—Γιὰ πές μου...

—Αὔριο, μαμά, γιατὶ δὲ μπορῶ νὰ σταθῶ στὰ πόδια μου. Νυ-στά-ζω!... Τὰ μάτια μου κλείνουνε.

—Καλά... καλά. Διασκέδασες;

—Πολύ. Οὔ! Αὔριο θὰ στὰ πῶ.

Καὶ οἱ δυὸ γυναῖκες κουκουλώνουνται. Ἡ μιὰ κάνει ἡσυχία τῆς ἄλλης. Τῆς μιανῆς ἡ σκέψη πάει κατακόρυφα, ὁρμάει στὸ φῶς κι ἀπὸ τὴν πολλὴ λάμψη τὰ μάτια της θαμπώνουν καὶ τὰ δάκρυα τρέχουν σὰτ γερασμένα της μάγουλα· ἡ ἄλλη πάει τοῦ βυθοῦ καὶ ποτὲ δὲν ἀγρυπνήσανε καὶ οἱ δυὸ μὲ τόσα δάκρυα στὰ μάτια, ὅσο κείνη τὴ νύχτα ποὺ ἡ μιὰ συλλογιούνταν πὼς ὅλα γίνουνται καὶ ἡ ἄλλη πὼς ὅλα τέλειωσαν.

ΑΙΜΙΛΙΑ ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗ