Σ' ενθυμούμαι

Από Βικιθήκη
Σ’ ενθυμούμαι
Συγγραφέας:


Σ’ ενθυμούμαι οπόταν στολίζη
Το του έαρος κάλλος την γην,
Και ακούω τερπνήν την σιγήν
Έν αγάπα να με ψιθυρίζη.

Ενώ η αύρα, πνέουσα περιπαθής και λεία,
Ρίγος αγάπης προξενεί τερπνόν εν τη καρδία,
Ήτις έν φάντασμα ζητεί και μόνη διαμένει,

Σ’ ενθυμούμ’, Ελένη.



Σ’ ενθυμούμαι οπόταν το κύμα
Την ακτήν μεθυσμένον φιλή,
Και τον ήλιον ήδη καλή
Εις υγρόν και απέραντον μνήμα.

Ενώ αστέρων πέλαγος επάνω μου πλανάται,
Ενώ η γη εν μυστική φιλότητι κοιμάται,
Και η ηχώ περίεργος σιγά ακροωμένη,

Σ’ ενθυμούμ’, Ελένη.



Σ’ ενθυμούμαι οπόταν γελώσα
Με τα ρόδινα χείλ’ η αυγή,
Προς στιγμήν σταματά εν σιγή
Του ηλίου το φως χαιρετώσα.

Ενώ εις φίλημα υγρόν φιλότητος νυκτίας
Το δάκρυ επικάθηται πενθίμως της πρωίας,
Ενώ κανέν μυστήριον επί της γης δεν μένει,

Σ’ ενθυμούμ’, Ελένη,



Σ’ ενθυμούμαι οπόταν, πενθούσα
Την του έαρος φθίσιν η γη.
Άρμα πένθους ψυχρόν οδηγή
Τόσα δάκρυα χύνει θρηνούσα.

Ενώ παντού είς άγγελος θανάτου πτερυγίζει
Και – είσαι μόνος – έκφρασις λαθραία ψιθυρίζει,
Ενώ στενάζει η ψυχή η καταβεβλημένη,

Σ’ ενθυμούμαι’ , Ελένη.



Σ’ ενθυμούμαι οπόταν εν μέσω
Ευθυμούσης χορείας εγώ,
Εγώ μόνος δεν χαίρω, σιγώ
Και ζητώ έν μου δάκρυ να σβέσω.

Οπόταν αντηχή τρανή του Βέμπερ μελωδία
Αι τελευταίαι σκέψεις του, θρηνούσα αρμονία,
Ενώ ναρκούται η ψυχή καταγοητευμένη,

Σ’ ενθυμούμ’, Ελένη.



Ναι! Σ’ ενθυμούμαι· ως ακτίς εσχάτη ευτυχίας,
Ην εφαντάσθην προς στιγμήν, αλλ’ ήτο, φευ! μεγάλη.
Ως αντανάκλασις στιγμής ευδαιμονίας, θάλλει
Σού μόνον η ανάμνησις εντός χλωμής καρδίας.