Πώς ερώμιεψε το χωριό
| Πῶς ἐρώμιεψε τὸ χωριό Συγγραφέας: |
Πολλάκις εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸν πατέρα του τὴν ἱστορίαν διὰ τὴν ὁποίαν ἐξεπούλησεν ἀπὸ τὸ Μόδι καὶ μετῴκησεν εἰς τὸ ὀρεινὸν χωρίον Ἀκαράνου. Ἡ ἀφορμὴ ἦταν ἕνας Τοῦρκος μὲ συμπάθιο καὶ ἕνας χοῖρος μὲ συχώρεσι, ὡς ἔλεγε διὰ νὰ ἐκφράσῃ τὸ μῖσός του κατὰ τοῦ Τούρκου ἐκείνου ἰδιαιτέρως καὶ κατὰ τῶν Τούρκων ἐν γένει. Τὸ Μόδι ἦτο τότε ἀκόμη τουρκοχώρι. Εἶχεν ὀλίγους Χριστιανούς, ἀλλ’ ἦσαν ταπεινοὶ κατωμερίτες, τριτάριδες, δηλαδὴ καλλιεργηταὶ τῶν τουρκικῶν κτημάτων μὲ ἀπολαυὴν ἑνὸς ποσοστοῦ ἀπὸ τὸ εἰσόδημα. Σχεδὸν δοῦλοι. Ὁ μόνος ὅστις εἶχε κάποιαν ἀνθρωπίνην ἀξιοπρέπειαν καὶ ὑπερηφάνειαν, διότι εἶχε καὶ ἄρκετὴν περιουσίαν ὥστε νὰ μὴ δουλεύῃ τοὺς ἀγάδες, ἦτο ὁ πατέρας του ὁ Μιχάλης Ἀλεφοῦζος. Ἀλλ’ ἀκριβῶς διότι εἶχεν ἀνεξαρτησίαν φρονήματος καὶ ἡ σπονδυλική του στήλη δὲν ἐλύγιζεν εύκολα, δὲν τὸν ἐχώνευεν ὁ Κερὶμ ἀγᾶς, ὁ πλουσιώτερος καὶ ἰσχυρότερος Τοῦρκος εἰς τὸ Μόδι, ἄνθρωπος φανατικὸς καὶ τυραννικός, ὁ ὁποῖος ἤθελε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ συναισθάνονται ὅτι ζοῦν μόνον κατ’ ἀνοχὴν τῶν Τούρκων. Διὰ τοῦτο ὅταν διέβαινεν ὁ Ἀλεφοῦζος καὶ τὸν ἐχαιρέτα μ’ ἕνα ἁπλοῦν «καλὴ σπέρα, Κερὶμ ἀγᾶ», ἔσειε τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν παρηκολούθει μὲ ἀπειλητικὸν βλέμμα ἀπομακρυνόμενον. Μίαν ἡμέραν δὲ εἶπε πρὸς ἄλλον Τοῦρκον παριστάμενον:
— Αὐτός, μωρέ, βαλλαΐ, ὁ Ἀλεφοῦζος εἶνε ἀσής·[1] ἐσήκωσε κεφαλή, δὲν εἶνε ραγιᾶς αὐτός.
Ὅταν ἡ αἰγυπτιακὴ κυριαρχία ἔφερε κάποιαν ἀνακούφισιν εἰς τὴν κατάστασιν τῶν Χριστιανῶν τῆς Κρήτης, ὁ Ἀλεφοῦζος, ἐνθαρρυνθείς, ἔκαμε μέγα τόλμημα. Ἠγόρασεν ἕνα χοῖρον καὶ τὸν ἔτρεφε διὰ τὰ Χριστούγεννα. Χοῖρο στὸ Μόδι! χοῖρο στὸ χωριὸ τοῦ Κερὶμ ἀγᾶ, δίπλα μάλιστα στὸ κονάκι του! Φτοῦ! ἀνασινὶ σικτιγὴμ ὁ γκιαούρης!
Τὰ πρῶτα γρυλλίσματα τοῦ γουρουνιοῦ διέχυσαν φρίκην εἰς τὸ τουρκοχώρι καὶ πολλῶν Τούρκων αἱ τρίχες ἀνωρθώθησαν. Ἔγεινε συμβούλιον τῶν ἀγάδων εἰς τοῦ Κερὶμ ἀγᾶ καὶ ἀπεφασίσθη νὰ ἐκδιωχθῇ ἀπὸ τὸ χωριὸ ὁ ἀντάρτης Ἀλεφοῦζος ἢ νὰ δολοφονηθῇ. Ἀλλὰ πρὸ πάσης ἄλλης ἐνεργείας νὰ φονευθῇ ὁ χοῖρος. Δὲν ἦτο κατάστασις αὐτή. Τὴν περασμένην ἡμέραν, ἐνῷ ὁ Κερὶμ ἀγᾶς ἐκάπνιζε τὸ τσιμπουκι του εἰς τὴν αὐλήν του, εἶδε κ’ ἐπρόβαλε τὸ ρυπαρόν του μούτσουνο ἀπὸ τὴν ἡμίκλειστον αὐλόπορταν. Φτοῦ! ντινινὶ σικεΐμ!
— Κιαμιὰν ἡμέρα, βαλλαΐ, θὰ μᾶς ἔρθῃ καὶ ’ς τὸ τζαμὶ νὰ μᾶςε πῇ καλημέρα! εἶπεν ἄλλος ἀγᾶς. Αὐτὸς τρυπώνει ὅπου βρῇ ἀνοικτά, μοῦ! μοῦ!
— Πρέπει νὰ τὸ σκοτώνῃ, ὠρὲ ἀγάδες, ἐγὼ τὸ ντομοῦζι, εἶπεν ὁ τουρκαλβανὸς μπουλούμπασης, εἶδος ἐνωμοτάρχου, ὁ ὁποῖος ἀντεπροσώπευεν εἰς τὸ χωριὸ πᾶσαν ἐξουσίαν. Ἐπεδοκίμασε δὲ καθ’ ὅλα τὰς ληφθείσας ἀποφάσεις.
Καὶ τὴν ἐπιοῦσαν διερχόμενος πρὸ τῆς οἰκίας τοῦ Ἀλεφούζου ἔσυρε τὴν πιστόλαν κ’ ἐφόνευσε τὸ γουρουνόπουλον.
— Γιατί δὲν τὸ δένετε, ὠρέ, μέσα αὐτὸ τὸ ζουλάπι, φτοῦ, ἀλὰ μπελλιᾶ σινὶ βερσίν, παρὰ τὸ ἀφήνετε καὶ τρυπώνει μὲς ’ς τὰ πόδια μας; εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀλεφούζου, ἥτις ἀκούσασα τὴν πιστολιὰν ἐνεφανίσθη εἰς τὴν θύραν ἀνήσυχος.
Ὁ Ἀλεφούζος ἦτο πεισματάρης καὶ μετὰ μίαν ἑβδομάδα ἔφερεν ἄλλον χοῖρον, μεγαλείτερον, ἀπὸ τὸν Πλατανιᾶν.
— Μωρέ, γιὰ τὸ Θεό, τὸ σκοτωμό σου γυρεύεις, Μιχάλη; τοῦ εἶπεν εἷς τῶν ὁμοχωρίων χριστιανῶν. Μήν τωνε μπαίνεις ’ς τὰ ρουθούνια, γιατὶ θὰ σὲ σκοτώσουνε!
— Δὲ μὲ σκοτώνουνε, ἀπήντησεν ὁ Ἀλεφοῦζος ἀταράχως· ἡ γιανιτσαριὰ ἐπέρασε.
Ἀλλ’ ὁ γιανιτσαρισμὸς δὲν εἶχε περάσει ὅσον ὑπέθετεν. Ὁ μπουλούμπασης ἐφόνευσε καὶ τὸν ἄλλον χοῖρον, προφασισθεὶς τώρα ὅτι τοῦ ἀνέτρεψε τὸν ναργιλέ του. Ἐνόησε δὲ ὁ Ἀλεφοῦζος ὅτι, ἐὰν ἐξηκολούθει πρὸς πεῖσμα ν’ ἀγοράζῃ χοίρους, θὰ ἐβοήθει τὸν Τουρκαλβανὸν νὰ ἐξασκῆται εἰς τὴν σκοποβολήν.
Ὁ δὲ Κερὶμ ἀγᾶς, ὁ ὁποῖος ἔπνεε μένεα, ἐξεθύμανεν ἐπὶ τέλους μίαν ἡμέραν, ὅταν συνήντησε καθ’ ὁδὸν τὸν Ἀλεφοῦζον:
— Εἶντά νε, μωρέ, τὰ ἐντεψισλίκια ποῦ κάνεις! χοίρους, μωρέ γκιαούρη, θὰ μᾶςε φέρνῃς στὸ χωριό!
— Δὲν εἶν’ ἐντεψισλίκι, Κερὶμ ἀγᾶ, ἀπήντησε μέ τόνον εὐλαβή, ἀλλ’ εὐσταθῆ ὁ Ἀλεφοῦζος. Ἡ πίστις μας λέει νὰ τρῶμε χοιρινό, μὲ συμπάθειο…
— Ἡ πίστις σας! Νά… τὴν πίστι σας!
Καί συγχρόνως ὕψωσε τὸ τσιμπούκι καὶ τὸ κατέφερε κατὰ τοῦ Ἀλεφούζου. Ἀλλ’ οὗτος, ἀποφυγὼν τὸ κτύπημα, ἐκράτησε τὸν βραχίονα τοῦ ἀγᾶ.
— Σ’ ἐμένα, μωρέ, σήκωσες χέρα, σκυλόπιστε! ἀνεκραύγασεν ὁ Κερὶμ ἀγᾶς καὶ ἤρχισε νὰ τὸν κτυπᾷ λυσσωδῶς. Ἄλλοι Τούρκοι προσέτρεξαν καὶ ὁ Ἀλεφοῦζος μετ’ ὀλίγον ὡδηγήθη εἰς τὸ σπίτι του ἀναίσθητος καὶ αἱματοβαμμένος. Μετὰ ἕνα δὲ μήνα, ἐξελθὼν μίαν νύκτα διὰ νὰ ταγίσῃ τὰ βώδια του, ἐπυροβολήθη παρ’ ἀγνώστου καὶ πληγωθεὶς εἰς τὸν ὦμον διέτρεξε μέγαν κίνδυνον καὶ ἐπὶ πολὺ ἔμεινε κατάκοιτος. Βεβαιωθεὶς δὲ ὅτι οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἀπόφασιν νὰ τὸν ξεκάμουν, ἠναγκάσθη νὰ ξεπουλήσῃ καὶ καταφύγῃ εἰς τὸ ὀρεινὸν χωρίον Ἀκαράνου.
Ὁ υἱός του Σταμάτης εἶχεν ἀκούσει πολλάκις παρὰ τοῦ πατρός του αὐτὴν τὴν ἱστορίαν καὶ ἀπὸ τῆς παιδικῆς του ἡλικίας ἐμάζευε μῖσος εἰς τὴν ψυχήν του ἐναντίον τῶν Τούρκων καὶ ἰδίως τῶν Μοδιανῶν καὶ ὡνειροπόλει ἐκδίκησιν. Ὁ Κερίμης εἶχεν ἀποθάνει, εἶχεν ἀποθάνει καὶ ὁ γέρος Ἀλεφοῦζος· ἂς κάμουν καλὰ αὐτοὶ οἱ δύο εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ὅπου βεβαίως ἀπεκόμισαν καὶ τὸ μισός των. Ἀλλ’ ὅπως ὁ Ἀλεφοῦζος εἶχεν ἀφήσει υἱόν, εἶχεν ἀφήσει καὶ ὁ Κερίμης τὸν Ἀρὶφ ἀγᾶν. Αὐτοὶ οἱ δύο θὰ ἔλναν τοὺς οἰκογενειακούς λογαριασμούς. Ὁ Ἀρίφης ἦτο ὅλως διάφορος τοῦ πατρός του. Ἀγαθὸς ἄνθρωπος, ἀγαπῶν τὸ κρασὶ καὶ τὰς διασκεδάσεις, τὰ εἶχε καλὰ μὲ Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, καὶ ἐμοίραζε τὸν καιρόν του μεταξὺ τοῦ Μοδιοῦ, ὅπου εἶχε σύζυγον καὶ τέκνα, καὶ τῶν Χανιῶν, ὅπου εἶχεν ἐρωμένας καὶ συμπότας. Τὸ μόνον ἔργον του ἦτο νὰ διασκεδάζῃ καὶ νὰ δανείζεται ἢ νὰ πωλῇ, ὅταν τὸ εἰσόδημα δὲν ἐπήρκει εἰς τὰς ἀνάγκας του.
Ὁ Σταμάτης εἶχε κληρονομήσει ἀπὸ τὸν πατέρα του τὴν φιλεργίαν καὶ τὴν ἰδιαιτέραν κατὰ τῶν Μοδιανῶν Τούρκων μνησικακίαν. Ἦτο τῆς αὐτῆς περίπου ἡλικίας μὲ τὸν Ἀρίφην, νέος τριανταπέντε ἐτῶν, ἡράκλειος τὴν κατασκευήν, μὲ γενειάδα ξανθὴν καὶ τραχεῖαν, μὲ μάτια γεμάτα ζωηρότητα καὶ πονηρίαν.
Μίαν ἡμέραν ἔμαθαν οἱ Μοδιανοὶ ἔξαφνα ὅτι ὁ Σταμάτης Ἀλεφοῦζος ἐξηγόρασε τὰ πατρικά του κτήματα, καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἐγκατεστάθη εἰς τὸ πατρικόν του σπίτι δίπλα εἰς τὸ κονάκι τοῦ Ἀρίφη. Μία δὲ ἀπὸ τὰς πρώτας του φροντίδας ἦτο νὰ φέρῃ ἐξ Ἀκαράνου μίαν γουρούναν με 6–7 γουρουνόπουλα, τόσον θορυβώδη καὶ ἀεικίνητα, ὥστε ἐνόμιζες ὅτι ἐγέμισε χοίρους τὸ χωριό. Καὶ πράγματι ἐγέμισε, διότι καὶ ὅσοι ἐκ τῶν χριστιανῶν Μοδιακῶν δὲν εἶχαν ἠγόρασαν, καὶ ὅσοι τοὺς εἶχαν δεμένους τοὺς ἀφῆναν ἐλευθέρους νὰ περιφέρωνται εἰς τὸ χωριὸ καὶ εἰς τοὺς πέριξ ἀγρούς, νὰ ἐπισκέπτωνται ἐνίοτε τὸ τουρκικὸν καφενεῖον, νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὰς τουρκικὰς αυλάς, πρὸς μεγάλην ἀγανάκτησιν καὶ φρίκην τῶν χανουμισσῶν, καὶ ν’ ἀναστατώνουν τοὺς λαχανοκήπους τῶν ἀγάδων.
Τώρα πλέον μπουλούμπασης δὲν ὑπῆρχε καὶ ἡ ἐποχὴ τοῦ γιανιτσαρισμοῦ εἶχεν ἀπομακρυνθῆ τόσον, ὥστε ἐκινδύνευε νὰ λησμονηθῇ. Τὸ Μόδι ἀπὸ τουρκοχώρι μετεβάλλετο εἰς χριστιανοχώρι, διότι κατὰ τὴν τελευταίαν ἐπανάστασιν πολλοὶ τῶν Τούρκων ἔφονεύθησαν ἢ ἐκόλλησαν εἰς τὰ Χανιά· τοὺς Τούρκους δὲ διεδέχοντο Χριστιανοὶ ἐκ τῶν ὀρεινῶν χωρίων, μιμηθέντες τὸ παράδειγμα τοῦ Σταμάτη καὶ ἀγοράζοντες τὰ πωλούμενα τουρκικὰ κτήματα. Ὅσον δ’ ἔβλεπε τὸν χριστιανικὸν πληθυσμὸν τοῦ χωρίου αὐξάνοντα καὶ των τουρκικὸν ἐλαττούμενον, ὁ Σταμάτης θριάμβευε. Καὶ μίαν ἡμέραν εἶπε πρὸς τὸν Ἀρίφην μὲ μειδίαμα πειρακτικόν:
— Αἴ, Ἀρὶφ ἀγᾶ, νἄζιε ὁ ραμετλῆς[2] ὁ μπαμπάς σου νὰ δῇ τὸ χωριὸ ἐτσὰ ποῦ γείνηκε!
Ὀ Ἀρίφης ἐσκυθρώπασε.
— Πῶς ἐγείνηκε; εἶπε μὲ φωνὴν πνιγμένην.
— Νά, ρωμαίικο, λῶ δά! Γιάδε, γιάδε!
Καὶ μὲ θριαμβευτικὴν χειρονομίαν τοῦ ἔδειξε κοπάδι γουρουνόπουλα, τὰ ὁποῖα ἤρχοντο ἀκολουθοῦντα τὴν βραδυποροῦσαν μητέρα των. Ὁ Ἀρίφης ὅμως παρετήρησε τὰ γουρουνόπουλα χωρίς νὰ πτύσῃ ἢ νὰ βλασφημήσῃ, ὡς ὁ πατέρας του.
— Ἂν ἔζιε ὁ μπαμπάς σου, προσέθηκεν ὁ Σταμάτης, θἄσκαζε.
Ἀλλ’ ὅσον ἔβλεπεν ὅτι ὁ Ἀρίφης, ἀντὶ νὰ θυμώνῃ, ἐφαίνετο μᾶλλον λυπούμενος ἀπὸ τὰ πειράγματά του, τοῦ Σταμάτη τὸ πεῖσμα ἐμετριάζετο. Καὶ ἐγκατέλειψε μίαν ἐκδίκησιν τὴν ὁποίαν έσχεδίαζε πρὸ πολλοῦ νὰ στείλῃ τὴν ἡμέραν τοῦ Μπαϊραμιοῦ ὡς δῶρον πρὸς τὸν υἱὸν τοῦ Κερὶμ ἀγᾶ τὸ καλλίτερόν του χοιρίδιον.
Ἀλλ’ οὐδέποτε ἴσως ἡ ψυχὴ τοῦ Σταμάτη ἐχάρη ὅσον κατὰ τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων, ὅτε το Μόδι ἀντελάλησεν ἀπὸ κραυγὰς χοίρων σφαζομένων. Διὰ νὰ ἐντείνῃ τὴν ἀγαλλίασίν του αὐτὸς ἐθυσίασε δύο. Καὶ ἐνῷ τοὺς ἐξεκοίλιαζεν ἔλεγε καὶ ἐπανέλεγε γελῶν κι’ ἀπὸ τὰ ταὐτιά, κατὰ τὸ λεγόμενον:
— Σήμερο μόνον τὠκατάλαβα πῶς τὸ Μόδι ἐρώμιεψε.
Πάντοτε δὲ εἶχε τὴν ἰδέαν ὅτι, μεθ’ ὅλην τὴν ἀπάθειαν τὴν ὁποίαν ἐδείκνυεν ὁ Ἀρίφης, ἐνδομύχως ἔσκαζε. Δὲν ἦτο καὶ μικρό νὰ τοῦ σφάξῃ δύο χοίρους ’μπρὸς ἐς τὴν πόρτα του! Αλλά μετά τινας ἡμέρας ὁ Ἀρίφης, ἐπιστρέφων από τα Χανιά, σταμάτησεν ἔφιππος πρὸ τῆς θύρας του Σταμάτη.
— Καλησπέρα, γείτονα, εἶπε πρὸς τὸν ἐμφανισθέντα Σταμάτην. Φέρε κρασὶ νὰ μὲ κεράσης… Εἶμαι ἐς τὰ κέφια μου ἀπόψε.
Ὁ Σταμάτης ἐκινήθη διὰ νὰ φέρῃ κρασί, ἀλλ’ ὁ Ἀρίφης τὸν ἐσταμάτησε.
— Κ’ ἕνα καλὸ μεζέ.
Ἔπειτα ἔσκυψεν ἐκ τοῦ ἐφιππίου καὶ εἶπε χαμηλοφώνως:
— Ἕνα κομμάτι… λουκάνικο!