Μετάβαση στο περιεχόμενο

Προς την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθείσαν στήλην του Ολυμπίου Διός

Από Βικιθήκη
Πρὸς τὴν ὑπὸ λαίλαπος δεινῆς κρημνισθεῖσαν στήλην τοῦ Ὀλυμπίου Διός
Συγγραφέας:


Σβήνοντ᾿ ἀστέρια φλογερὰ μὲς στοῦ οὐρανοῦ τὰ βάθη·
ἐμπρός μου ἀκλόνητο βουνὸ ἐσάλεψε κ᾿ ἐχάθη
μὲς στοῦ πελάου τὸ βάραγγα... Κι ὡστόσο εἶχα πιστέψει
ὅτι δὲν θά ῾τον ἀρκετὴ γιὰ νὰ σὲ καταστρέψει
τῆς μοίρας ὅλ᾿ ἡ δύναμις... Ἀγαπητό μου χτίριο,
λησμονημένης γενεᾶς ἄταφο μεγαθήριο!
Δέξου τὸ μοιρολόγι μου...
              Ὅταν σὲ βλέπω, κλαίω...
Σὰ νά ῾σουν ραχοκόκαλο προκατακλυσμιαῖο
οἱ χρόνοι σ᾿ ἐξεκλείδωσαν, καὶ κάθε σου σφοντύλι
τώρα στὸ χῶμα σέπεται καὶ τὸ πατοῦν οἱ σκύλοι...
Ἀκατανόητος θυμός, ὀργὴ Θεοῦ, κατάρα!...
νά ῾ρχονται πάντ᾿ ἀνέλπιστες βροντές, σεισμός, ἀντάρα
ὅ,τι κι ἂν ἔχομε ψηλό, θεόρατο, μεγάλο,
νὰ μᾶς τὸ ρίχνουν καταγῆς τό ῾να σιμ᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο!

Ποιὸς δὲ φθονεῖ τὴ μοῖρα σου! Σκέλεθρο χαλασμένο
νὰ μένει ὁλόρθο εἶν᾿ ἄσχημο· καλύτερα γειρμένο!
Ἄμετρες εἶδες γενεὲς νὰ λάμψουν, νὰ γεράσουν,
νὰ λιώσουνε σὰν τὸ κερί... Βαρβάρους νὰ περάσουν
σὰ σίφουνας κατάμαυρος... Ἄκουσες τὸ σφυρί τους
νὰ σοῦ συντρίβει τὸ κορμί... ἔνιωσες τὴν πνοή τους
ἐπάνωθέ σου νὰ διαβεῖ καὶ νὰ σὲ κιτρινίσει
σὰ φύλλο π᾿ ἄσπλαγχνος βοριὰς περνώντας ἔχει ψήσει.
Ὕστερα... νύχτα φοβερή, κρυφὸ χτικιό, νεκρίλα,
γεράματ᾿, ἀποκάρωμα καὶ φράγκικη σαπίλα.

Περνᾷ κι αὐτὸ τ᾿ ἀνάθεμα, διαβαίν᾿ ἡ λέπρα, ἡ ψώρα,
κ᾿ εὐθὺς ἐπλάκωσ᾿ ἄλλο φιὸ τὴν ἔρημή σου χώρα·
τὴν ὄργωσαν κατάσαρκα τὰ τούρκικα λεπίδια
κ᾿ εἶδες παντοῦ τὴ σάρκα της νὰ σέρνεται κοψίδια.
Πόλεμος ἀτελείωτος γιὰ τετρακόσιους χρόνους
μὲ πεῖνα, μὲ ξεκλήρισμα, μὲ σίδερα, μὲ πόνους·
φωτιὰ παντοῦ καὶ θέρισμα... Μιὰ μέρα τὸ δρεπάνι
τοῦ Χάρου σὰν κ᾿ ἐστόμωσε... εἶπε κ᾿ ἐκεῖνο «φθάνει!»
Ὁ κόσμος ἐξανάσανε... Νά ῾θε᾿ βαστάξει ἀκόμα,
χίλιες φορὲς καλύτερα. Ἔμαθ᾿ αὐτὸ τὸ χῶμα
νὰ τὸ ποτίζουν αἵματα, κι ὅταν διψᾷ στειρεύει...
Ὁλόγυρά σου κοίταξε... δὲ βλέπεις;... τί δὲ ρεύει;...

Κι ὡστόσο σὺ δὲν ἔπεσες! Ὁλόρθο κυπαρίσσι
τὰ μνήματά μας νὰ τηρᾷς ἡ μοῖρα σ᾿ εἶχε ἀφήσει.
Οἱ χρόνοι ἐφεῦγαν φτερωτοὶ κ᾿ ἡ νεκρικὴ εὐμορφιά σου
ἔμενε πάντοτ᾿ ἄφθαρτη... Μιὰ μέρα ἐκεῖ σιμά σου
ἀκούστηκε ἄγριος σάλαγος... Στερνὴ ταπεινοσύνη,
ἀλλόκοτη, ἀνυπόφορη σὄμελλε νά ῾ν᾿ ἐκείνη...
Ἐπάνω στ᾿ ἀντικέφαλο μιᾶς ἄλλης ἀδερφῆς σου
κόσμος μυρμήγκιαζε πολὺς στὰ χείλη τῆς ἀβύσσου
καὶ μὲ φωνές, μ᾿ ἀλαλαγμοὺς ἀνεβοκατεβαίνουν
σφελάγγια ἀγεροκρέμαστα, στ᾿ ἀγώγι τους πεθαίνουν
καὶ στὸν βαρὺ τὸν κάματο... Σκοτίδιασε, νυχτώνει...
Σκορποῦν οἱ ἀλιτήριοι... Χαράζει, ξημερώνει...
K᾿ ἐκεῖ π᾿ ὅταν ἐδιάβαινε στὸ φλογερό του δρόμο
ὁ ἥλιος μᾶς ἐστύλωνε τὸ μάτι του μὲ τρόμο,
εἶδες ἐκεῖ, μαυρόμοιρη, σιχαμερὸ σκουλήκι,
ἀγνώριστο παράλλαμα, τὴν πέτρινή του θήκη,
σκλαβιᾶς σημάδι φοβερό, ἐμπρός σου ἕναν δερβίση
          μισουρανὶς νὰ χτίσει!...

Εἶχε σημάν᾿ ἡ ὥρα σου. Στ᾿ ἄγριο πέρασμά του
μιὰ νύχτα σ᾿ ἔσπρωξε ὁ βοριὰς μὲ τὰ πλατιὰ φτερά του
κι ὅλη σ᾿ ἐσώριασε στὴ γῆ... Σκέλεθρο χαλασμένο
νὰ μέν᾿ ὁλόρθο εἶν᾿ ἄσχημο, καλύτερα γειρμένο...