Προς την Σελήνην (Παπαρρηγόπουλος)

Από Βικιθήκη
Προς την Σελήνην
Συγγραφέας:


 
Σελήν', ειπέ με, διατί βαδίζεις τεθλιμμένη,
Και διατί η όψις σου η τόσον τρυφερά
Με πόνου έκφρασίν τινα υπάρχει μεμιγμένη;

Και διατί είσαι ωχρά;



Είσαι τωόντ' η Άρτεμις; ακόμα σε μαραίνει
Η προς τον Ενδυμίωνα αγάπη η πολλή,
Κ' ηξεύρουσα ότι μικρόν ο έρως διαμένει

Μετεωρίζεσαι δειλή;



Σελήν', ειπέ με αν πονής· κ' εγώ πονώ, Σελήνη,
Α! διατί η όψις σου αιώνια θρηνεί;
Ο δυστυχής καλλίτερον τους πόνους διακρίνει·

Ελθέ, ας κλαύσωμεν κοινή.



Υψούσαι εις τον ουρανόν, υψούσαι, αλλά πίπτεις,
Ως μαργαρίτης χάνεσαι εις τον ωκεανόν.
Πλην διατί την αύριον επίσης ανακύπτεις;

Τί ερευνάς εις το κενόν;



Μη αγαπάς έν όνειρον; μη, βλέπουσα το κύμα,
Νομίζεις την εικόνα σου ως λάτρην προσφιλή;
Είν' η εικών, η σκέψις σου· θα απαντήσης μνήμα

Βαθύ, βαθύ, να σε καλή.



Τα όνειρα ως όνειρα ανά τον κόσμον ζώσι,
Όστις ζητεί να τ' ασπασθή, τον θάνατον ζητεί,
Έν όνειρον καθώς εσύ και άλλοι αγαπώσι,

Πλην δεν τ' ασπάζονται αυτοί.



Όταν εκλείπης, άρά γε τί γίνεσαι, πού τρέχεις;
Είσ' ευτυχής και κρύπτεσαι εν μυστική χαρά;
Αλλοίμονον! ως σύντροφον το πένθος πάλιν έχεις·

Ή άχρους είσαι ή ωχρά.



Α! ήδη, ήδη, εννοώ. Της γης συ δορυφόρος
Και βλέπουσα τους πόνους μας από τον ουρανόν
Μας ελεείς και δ' αυτό προβαίνεις από τ' όρος

Με χρώμα τόσο πελιδνόν.