Ἐπειδὴ καὶ σ’ ἀγαπῶ,
κ’ εἶμαι φίλος τῆς γενιᾶς σου,
ἄκουσέ μου νὰ σὲ ’πῶ
κἄτι τι γιὰ τὰς σπουδάς σου.
Στὴν Εὐρώπη μὴ θαρρεῖς
πῶς τὴν γνώση, σὰν σφουγγάτο,
σὰν μπουρέκι θὰ τὴν βρῇς
κενωμένη μέσ’ στὸ πιάτο.
Ὁ σοφός, κάθε φορὰ
ποῦ μιὰν ἐπιστήμη γράφει,
βάλλει μόνο τὴν σπορὰ
μέσ’ στὸ ἴδιο του χωράφι.
Μὲ φραγὴ τήνε σφαλνᾷ,
μὲ μιὰ θύρα τὴν κλειδόνει,
μὴν τὴν βλάψουν τὰ χτηνά,
κ’ οἱ ἀνήξεροι γειτόνοι.
Μ’ αὐτοῦ μέσα στὴν φραγὴ
τ’ ἀνοιχτάρι τ’ ἔχει ῥίξει,
γιὰ νὰ τωὕρ’ ὅποιος νοεῖ,
ὅποιος εἰμπορεῖ ν’ ἀνοίξῃ.
Ὅταν ’δρώσῃς στὴν σπουδὴ
καὶ τὴν γλῶσσά τ’ ἀποκτήσῃς,
τότε τωὗρες τὸ κλειδί,
ἄνοιξ’, ἔμβα νὰ θερίσῃς.
Μὰ σὰν ’μβῇς στὴν ξένη γῆ,
ἡ νεότη σ’ ἂς μὴν πάρῃ
κάθε χόρτο γιὰ φαγί,
γιὰ σπορὰ τοῦ περβολάρη.
’Κεῖνος ἔσπερν’ ὁ φτωχὸς
σιταράκι, μόν’ ἀθέρα.
Μὰ ὁ τόπος μοναχὸς
’βγάλλ’ ἀγκάθια κάθε ’μέρα.
Μὴ μοῦ πέσῃς τὸ λοιπόν,
καὶ θερίσῃς ἄρον ἄρον,
γιὰ πνευματικὸν καρπόν,
ταὶς τσικνίδαις τῶν γαδάρων!
Τὸ δρεπάνι σ’ ἂς στραφῇ
εἰς τὰ διαλεγμένα στάχια,
πὤχουν μέσα τους τροφὴ
δι’ Ἑλληνικὰ στομάχια.
Καὶ στ’ ἁμάξι, στὴν ψυχή,
φόρτον’ ὅσ’ αὐτὴ σηκόνει.
Μὴν τῆς σπάσουν οἱ τροχοί,
πρὶν τὰ φέρῃ μέσ’ στ’ ἁλῶνι.
Μέσ’ στ’ ἁλῶνι, μὲσ’ στὸν νοῦν,
λέπτυνέ τα, λίχνισέ τα·
καὶ τὰ κούφια ποῦ φανοῦν
εἰς τὴν ἀχερίστρα πέτα.
Κι’ ὅ,τι κάμνει γιὰ ψωμιά.
ὅ,τι θρέφει καὶ μεστόνει,
πέρασέ τ’ ἀκόμη μιὰ
ἀπ’ τὴν κρίση, ἀπ’ τὸ δρεμόνι.
Καὶ σὰν διῇς πῶς ἀπερνᾷ,
κ’ ἔχει βάρος, ὅπου πέσῃ,
δῶσέ το στὸν μυλωνά,
στὸν Καιρό, νὰ σοῦ τ’ άλέσῃ.
Ἀπ’ τ’ ἀλεῦρι τὸ λεπτό,
κάθε πίτερο νὰ ’βγάλῃ,
’ως νὰ μείνῃ διαλεχτὸ
καὶ καθάριο σεμιδάλι.
Τώρα ἦλθεν ἡ στιγμή.
Ἔχεις πνεῦμα γιὰ προζύμι;
Ζύμωσέ μου τὸ ψωμί,
σὰν τὸν ἥλιο, σὰν τ’ ἀσῆμι.
Καὶ μὲ ζήλια καὶ στοργή,
στῆς καρδίας σου τ’ ἁρμάρι
σκέπασ’ το μὲ τὴν σιγή,
’ως ν’ ἀναίβῃ τὸ ζυμάρι.
Ἔπειτα στὴν πλασταριὰ
βάλ’ τὴν ἄπλαστη σοφία,
μιὰ μορφὴ μὲ μαστοριὰ
νὰ τῆς πλάσ’ ἡ φαντασία.
Καὶ κατόπι στὸ βαθύ,
στὸ θερμό της τὸ καμῖνι
φούρνισέ την, νὰ ’ψηθῇ
κ’ ἐλαφρὸ ψωμὶ νὰ γείνῃ.
Νὰ τὸ φᾶνε τὰ παιδιὰ
κ’ οἱ γερόντοι κι’ ὅποιος λάχῃ,
νὰ τοὺς κάτσῃ στὴν καρδιά,
κι’ ὄχι μόνο στὸ στομάχι.
|